Κατανομή δαπανών

34.-(1) Η Επιτροπή, ευθύς ως τούτο καταστή δυνατόν, προβαίνει εις την εξακρίβωσιν των δαπανών αίτινες αναλογούσιν εις τους ιδιοκτήτας δυνάμει των άρθρων 18 και 35 διά την εφαρμογήν του σχεδίου, και συντάσσει κατάλογον δεικνύοντα το όνομα εκάστου ιδιοκτήτου, το ποσόν με το οποίον έκαστος θα επιβαρυνθή, ως και τον τρόπον και την ημερομηνίαν επιβολής και καταβολής του ποσού:

Νοείται ότι κατά τον καθορισμόν των υφ’ ενός εκάστου ιδιοκτήτου καταβληθησομένων δαπανών δέον όπως λαμβάνηται υπ’ όψιν το όφελος όπερ έκαστος απολαύει ή δυνατόν να απολαύη εκ μέτρου ενοποιήσεως και αναδιανομής.

(2) Ο κατάλογος δημοσιεύεται, οιοσδήποτε δε επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης δύναται, εντός δεκαπέντε ημερών από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως, όπως υποβάλη ένστασιν προς την Επιτροπήν σχετικώς προς το ύψος του ποσού διά του οποίου ούτος επεβαρύνθη.

(3) Μετά την λήξιν της προθεσμίας η Επιτροπή εξετάζει όλας τας ενστάσεις και εάν ο κατάλογος τροποποιηθή ως αποτέλεσμα της τοιαύτης εξετάσεως επαναδημοσιεύει αυτόν.

(4) Οιοσδήποτε ενδιαφερόμενος όστις θεωρεί ότι παραβλάπτεται εκ της αποφάσεως της Επιτροπής δύναται, εντός δεκαπέντε ημερών από της εις αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, όπως εφεσιβάλη την απόφασιν της Επιτροπής εις τον Υπουργόν.

(5) Ο Υπουργός εξετάζει οιανδήποτε έφεσιν και αποφασίζει επ’ αυτής η δε Επιτροπή επαναδημοσιεύει τον κατάλογον εάν ούτος τροποποιηθή ως αποτέλεσμα της αποφάσεως του Υπουργού.

(6) Εν περιπτώσει καθ’ ην ουδεμία ένστασις υποβληθή, ή μετά την εξέτασιν των ενστάσεων υπό της Επιτροπής ουδεμία έφεσις υποβληθή, ή μετά την εξέτασιν των εφέσεων υπό του Υπουργού η απόφασις αυτού δεν προσβληθή, ο κατάλογος όστις δημοσιεύεται δυνάμει των εδαφίων (2), (3) ή (5), ως θα ήτο η περίπτωσις, καθίσταται οριστικός:

Νοείται ότι το ποσόν της επιβαρύνσεως δύναται μεταγενεστέρως να τροποποιηθή εάν προκύψωσι δαπάναι αίτινες δεν ήτο δυνατόν να προβλεφθώσιν ή υπολογισθώσιν κατά την δημοσίευσιν του αρχικού καταλόγου, εν τοιαύτη δε περιπτώσει ακολουθείται η διαδικασία ήτις προβλέπεται διά την έγκρισιν του αρχικού καταλόγου.

(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, καμιά μεταβίβαση τεμαχίου γης προερχομένου από αναδιανομή με βάση τον παρόντα Νόμο σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή εγγραφή του υπέρ οποιουδήποτε κληρονόμου αποθανόντος ιδιοκτήτη θα επιτρέπεται, εκτός κι’ αν εξοφληθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό που αφορά το εν λόγω τεμάχιο:

Νοείται ότι σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο Διευθυντής μπορεί να επιτρέψει τη μεταβίβαση τεμαχίου γης ή την εγγραφή του υπέρ οποιουδήποτε κληρονόμου αποθανόντος ιδιοκτήτη, νοουμένου ότι το κτήμα θα συνεχίσει να είναι επιβαρυμένο και ο δικαιοδόχος ή ο κληρονόμος, ανάλογα με την περίπτωση, αναλαμβάνει γραπτώς την υποχρέωση να καταβάλει οποιοδήποτε οφειλόμενο ποσό με τους ίδιους όρους εξόφλησης που είχαν επιβληθεί στον προηγούμενο ιδιοκτήτη.

(8) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης παραλείψει να καταβάλει το προνοούμενο από τον κατάλογο δαπανών ποσό, κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στον κατάλογο δαπανών, το ποσό θα αυξάνεται κατά δέκα τοις εκατόν και το αρχικό ποσό μαζί με την αύξηση αυτή, θα εισπράττεται από το Διευθυντή του Τμήματος Αναδασμού, ως χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία, χωρίς να αποκλείεται η λήψη των αναγκαίων δικαστικών μέτρων.

(9) Η Επιτροπή διορίζει Ταμίαν διά την είσπραξιν των δαπανών ως και οιασδήποτε άλλης οφειλής συμφώνως προς τον Δεύτερον Πίνακα του παρόντος Νόμου. Ο διορισμός του Ταμίου θα εγκρίνεται υπό του Προϊσταμένου η δε αμοιβή αυτού θα εγκρίνεται υπό του Υπουργού.

(10) Η επιβάρυνση των τεμαχίων γης με τα οφειλόμενα ποσά, θα γίνεται με τη γραπτή κοινοποίηση του τελικού καταλόγου δαπανών προς το Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος.