Ακινητοποίηση οχημάτων

5Β.-(1)  Ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης μηχανοκίνητου οχήματος που προτίθεται να το ακινητοποιήσει, παραδίδει στον Έφορο, πριν από την έναρξη της περιόδου κατά την οποία το όχημα θα είναι ακινητοποιημένο, ειδοποίηση ότι δεν προτίθεται να θέσει σε κυκλοφορία ή να χρησιμοποιήσει το εν λόγω όχημα.

(2)  Ο Έφορος, όταν παραλάβει την ειδοποίηση και βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχουν καθυστερημένα τέλη για άδεια κυκλοφορίας, εκδίδει πιστοποιητικό παραλαβής της ειδοποίησης. Η ισχύς του πιστοποιητικού είναι για τη διάρκεια που αναφέρει ο ιδιοκτήτης του οχήματος στην ειδοποίηση ή για απεριόριστη χρονική περίοδο, αν δεν αναφέρεται συγκεκριμένη περίοδος στην ειδοποίηση:

Νοείται ότι, αν ο Έφορος διαπιστώσει ότι υπάρχουν καθυστερημένα τέλη για άδεια κυκλοφορίας, εισπράττει τα τέλη, έστω και αν το όχημα που θα ακινητοποιηθεί είναι ακατάλληλο:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση που όχημα δηλωθεί ως ακινητοποιημένο, δυνάμει του παρόντος Νόμου, οι διατάξεις του άρθρου 23Α (1)(β)(ν) του Νόμου δεν εφαρμόζονται.

(3) Κατά τη διάρκεια που όχημα είναι δηλωμένο ως ακινητοποιημένο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος για άδεια κυκλοφορίας.

(4) Πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί ή επιτρέπει τη χρήση οχήματος το οποίο δηλώθηκε ως ακινητοποιημένο είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή μέχρι χίλια ευρώ (€1.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.  Ως επακόλουθο της εν λόγω καταδίκης η ειδοποίηση για την ακινητοποίηση ακυρώνεται για όλη την περίοδο της ισχύος της και καταβάλλονται όλα τα τέλη για άδεια κυκλοφορίας από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της ακινητοποίησης μέχρι και την ημερομηνία ακύρωσής της.  Σε περίπτωση δεύτερης καταδίκης για το ίδιο αδίκημα σχετικά με το ίδιο όχημα σε περίοδο τριών ετών από της πρώτης καταδίκης, η εγγραφή του οχήματος ακυρώνεται.