Επιβολή βαθμών ποινής

20Α.-(1) ’νευ επηρεασμού των εξουσιών του δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα δυνάμει του άρθρου 19, δικαστήριο το οποίο καταδικάζει πρόσωπο για οποιοδήποτε αδίκημα που αναγράφεται στην πρώτη στήλη του πίνακα που αναφέρεται στο εδάφιο (2) (και που στο εξής για τους σκοπούς του άρθρου αυτού θα αναφέρεται ως “ο Πίνακας”), εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, επιβάλλει τον κατώτατο αριθμό βαθμών ποινής (που στο εξής θα αναφέρονται ως “οι βαθμοί”) που αναγράφονται στη δεύτερη στήλη του εν λόγω Πίνακα και δύναται επίσης, αν τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούν αυτό, να επιβάλει πρόσθετους βαθμούς πέραν του κατώτατου ορίου αλλά όχι πέραν του ανώτατου ορίου βαθμών που αναγράφονται στην τρίτη στήλη του ίδιου Πίνακα.

(2) Οι βαθμοί ποινής που αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (1) επιβάλλονται σύμφωνα με τον ακόλουθο Πίνακα:


ΠΙΝΑΚΑΣ
ΒΑΘΜΟΙ ΠΟΙΝΗΣ

ΠΡΩΤΗ ΣΤΗΛΗ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΗΛΗ ΤΡΙΤΗ ΣΤΗΛΗ
Αδίκημα Κατώτατος Αριθμός Βαθμών Ανώτατος Αριθμός Βαθμών
1. Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης. ’ρθρο 210 του
Ποινικού Κώδικα 
Κεφ. 154.

5

10
2. Εγκατάλειψη του τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας.

άρθρο 235Α του
Ποινικού Κώδικα 
Κεφ. 154.

5 10

3. Οδήγηση με μη ελεύθερα χέρια (κινητό τηλέφωνο)
Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και
Τροχαίας Κινήσεως
Κανονισμοί του 1984, Κανονισμός 58(14)(α)(ι)
2 4
Οι βαθμοί ποινής διπλασιάζονται σε περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο επαναλάβει το ίδιο αδίκημα εντός 3 ετών από την ημερομηνία έκδοσης της πρώτης ειδοποίησης εξώδικου προστίμου ή την ημερομηνία καταδίκης του. 4 8
4(α) Ταχύτητα – παράβαση ανώτατου ή κατώτατου ορίου μέχρι 30% του επιτρεπόμενου.

Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και
Τροχαίας Κινήσεως
Νόμος του 1972,
άρθρο 6.

1 3
4(β) Ταχύτητα – παράβαση ανώτατου ή κατώτατου ορίου από 31% μέχρι 50% του επιτρεπόμενου.

Ο περί Μηχανοκινήτων
Οχημάτων και
Τροχαίας Κινήσεως
Νόμος του 1972,
άρθρο 6.

2 4
4(γ) Ταχύτητα – παράβαση ανώτατου ή κατώτατου ορίου από 51% μέχρι 75% του επιτρεπόμενου. Ο περί Μηχανοκινήτων
Οχημάτων και
Τροχαίας Κινήσεως
Νόμος του 1972,
άρθρο 6
3 6
4(δ) Ταχύτητα – παράβαση ανώτατου ή κατώτατου ορίου πάνω από 75% του επιτρεπόμενου. Ο περί Μηχανοκινήτων
Οχημάτων και
Τροχαίας Κινήσεως Νόμος
του 1972,
άρθρο 6
4 8
5. Οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης:

(α) Για οδηγούς που αναφέρονται στο άρθρο 5(2)(α) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου: Ο περί Οδικής
Ασφάλειας Νόμος
του 1986,
άρθρα 5 και 6


(ι) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει το καθορισμένο στο νόμο όριο και είναι μικρότερη των 36 μg/100ml ή των 82 mg/100ml, αντίστοιχα,

 

1 3
(ιι) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 35 μg/100ml ή των 81 mg/100ml αντίστοιχα, και είναι μικρότερη των 56 μg/100ml ή των 127 mg/100ml, αντίστοιχα,

 

3 6
(ιιι) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 55 μg/100ml ή τα 126 mg/100ml αντίστοιχα, αλλά είναι μικρότερη των 71 μg/100ml ή των 161 mg/100ml αντίστοιχα,

 

4 8
(ιv) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 70μg/100ml ή τα 160 mg/100ml αντίστοιχα,

 

5 10
(β) για οδηγούς που αναφέρονται στο άρθρο 5(2)(β) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου: Ο περί Οδικής
Ασφάλειας Νόμος
του 1986,
άρθρα 5 και 6
(ι) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει το καθορισμένο στο νόμο όριο και είναι μικρότερη των 23 ΅g/100ml ή των 52 mg/100ml αντίστοιχα, 1 3
(ιι) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 22 ΅g/100ml ή τα 51 mg/100ml αντίστοιχα, αλλά είναι ΅ικρότερη των 36 ΅g/100ml ή των 82mg/100ml αντίστοιχα. 3 6
(ιιι) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 35 ΅g/100ml ή τα 81 mg/100ml αντίστοιχα, αλλά είναι ΅ικρότερη των 56΅ g/100ml ή των 127mg/100ml αντίστοιχα 4 8
(ιv) σε περίπτωση που η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή ή στο αίμα υπερβαίνει τα 55΅ g/100ml ή τα 126 mg/100ml αντίστοιχα.

 

5 10
6. ’ρνηση ή αποφυγή παροχής δείγματος εκπνοής.
Ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 1986,
άρθρα 6(5) και 7(4)2
5 10

7. Οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών

Ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 1986,άρθρο 11Β. 5 10
8. ’ρνηση ή αποφυγή παροχής δείγματος σάλιου Ο περί Οδικής Ασφάλειας Νόμος του 1986,άρθρο 11Γ(7) 5 10
9. Αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972,άρθρο 7. 3 6

10. Αμελής οδήγηση.
Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972,άρθρο 8. 3 6

11. Παράλειψη συμμόρφωσης με φωτεινούς σηματοδότες τροχαίας
Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984,Καν.66Α, 66Β και 72. 3 6
12. Μη χρήση προστατευτικού κράνους. Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984, Κανονισμός 59(2). 3 6
13. Ζώνες Ασφαλείας – παράλειψη
(α) εγκατάστασης
(β) χρήσης από οδηγούς
(γ) χρήσης από επιβάτες.
Ο περί Οδικής
Ασφάλειας Νόμος του 1986,άρθρα 14, 15, 15Α.
3 6
14.(α) Εγκατάλειψη οχήματος σε επικίνδυνη θέση. Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972,άρθρο 14. 1 2
14.(β) Εγκατάλειψη οχήματος χωρίς τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972,άρθρο 14. 1 2
15. Στάθμευση στην αντίθετη πλευρά της πορείας του οχήματος. Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984, Κανονισμός 58(9)(β). 1 2
16. Οδήγηση χωρίς ασφαλιστήριο ευθύνης έναντι τρίτου. Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Έναντι Τρίτου) Νόμος του 2000, άρθρο 3(1)(α). 3 6
17. Οδήγηση με μη ελεύθερα χέρια (άλλο αντικείμενο εκτός κινητού τηλεφώνου). Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984, Κανονισμός 58(14)(α)(ιι). 1 3
18. Παραβίαση της συνεχούς λευκής γραμμής. Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984, Κανονισμός 58(4)(α). 2 4
19. Παράβαση σχετικά με σιγαστήρα και θάλαμο διαστολής. Οι περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμοί του 1984, Κανονισμός 50(Ι7).∙ και 2 4

(3) ’νευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), οποιοσδήποτε αστυνομικός, προτιθέμενος να εφαρμόσει τις διατάξεις των περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμων του 1997 και 2000, κέκτηται εξουσία να προσφέρει για σκοπούς εξώδικης ρύθμισης αδικήματος επιβολή βαθμών ποινής, τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων:

(α) Η προσφορά επιβολής βαθμών ποινής επιτρέπεται μόνο για τα αδικήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 3, 4, εκτός της 4(δ) αυτής, 5, εκτός της 5(α)(ιv) και της 5(β)(ιv) αυτής, 11, 12, 13, 15, 16, 17, 18 και 19.

(β) οι βαθμοί ποινής που δύνανται να προσφερθούν για επιβολή είναι οι αναγραφόμενοι στη δεύτερη στήλη μόνο

(γ) για αδικήματα που περιλαμβάνονται τόσο στον Πίνακα του Νόμου αυτού όσο και στους Πίνακες των περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμων του 1997 και 2000, το πρόστιμο για σκοπούς εξώδικης ρύθμισης του αδικήματος προσφέρεται για επιβολή μαζί με τους ανάλογους βαθμούς ποινής

(δ) μαζί με την ειδοποίηση που επιδίδεται δυνάμει των περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Νόμων του 1997 και 2000 πρέπει να αναφέρεται ότι έχουν προσφερθεί για επιβολή βαθμοί ποινής και ότι, αν εντός τριάντα ημερών από της επίδοσης της ειδοποίησης καταβληθεί το εξώδικο πρόστιμο και υπογραφεί σχετική δήλωση περί αποδοχής της επιβολής των προσφερόμενων βαθμών ποινής, δε θα ασκηθεί δίωξη για το αδίκημα που έχει διαπραχθεί

(δ) μαζί με την ειδοποίηση που επιδίδεται δυνάμει των περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Νόμων του 1997 και 2000 πρέπει να αναφέρεται ότι έχουν προσφερθεί για επιβολή βαθμοί ποινής και ότι, αν εντός τριάντα ημερών από της επίδοσης της ειδοποίησης καταβληθεί το εξώδικο πρόστιμο και υπογραφεί σχετική δήλωση περί αποδοχής της επιβολής των προσφερόμενων βαθμών ποινής, δε θα ασκηθεί δίωξη για το αδίκημα που έχει διαπραχθεί

(ε) οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου με την επιβολή βαθμών ποινής το σύνολο των συσσωρευμένων βαθμών θα ανέλθει ή θα ξεπεράσει ή έχει ξεπεράσει το σύνολο που αναφέρεται στο εδάφιο (7). Σε τέτοια περίπτωση και παρά τις διατάξεις των περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Νόμων του 1997 και 2000 ή άλλου σχετικού νόμου δεν επιτρέπεται η εξώδικη ρύθμιση και κάθε ειδοποίηση που δυνατό να εκδόθηκε ή επιδόθηκε για τη συγκεκριμένη περίπτωση θα θεωρείται άκυρη:

Νοείται ότι, παρά τις διατάξεις των περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμων του 1997 και 2000, η εξώδικη ρύθμιση δε συντελείται, αν δεν περιληφθούν στην άδεια οδήγησης οι επιβληθέντες βαθμοί ποινής και καταβληθεί το εξώδικο πρόστιμο.

(4) Οι βαθμοί ποινής που επιβλήθηκαν δυνάμει του εδαφίου (1) ή (3), ο αριθμός καταδίκης ή ο αριθμός εξώδικης ρύθμισης, ανάλογα με την περίπτωση, και η ημερομηνία καταδίκης ή η ημερομηνία επιβολής εξώδικης ρύθμισης, ανάλογα με την περίπτωση, καταχωρούνται στο αρχείο που τηρεί ο Έφορος δυνάμει του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου.

(5) Ο Έφορος θέλει τηρεί και ενημερώνει σε συνεχή βάση ένα κεντρικό αρχείο βαθμών ποινής, σε οποιαδήποτε μορφή περιλαμβανομένης και της ηλεκτρονικής, στο οποίο καταχωρούνται όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (4).

(6) Οι ειδικοί λόγοι οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (1) αφορούν όλα τα περιβάλλοντα την υπόθεση περιστατικά τα οποία καθιστούν τη διάπραξη του αδικήματος λιγότερο σοβαρή και την επιβολή του κατώτατου αριθμού βαθμών ποινής δυσανάλογη ποινή, περιλαμβάνουν δε για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορουμένου.

(7) Δικαστήριο το οποίο καταδικάζει πρόσωπο για αδίκημα για το οποίο δύναται να επιβάλει βαθμούς ποινής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (1), και το οποίο διαπιστώνει ότι το πρόσωπο αυτό έχει συσσωρεύσει στην άδεια οδήγησης του μέχρι την ημέρα της εκδίκασης του αδικήματος και κατά τη διάρκεια τριών ετών πριν από αυτή δώδεκα ή περισσότερους βαθμούς ποινής, περιλαμβανομένων και των τυχόν βαθμών ποινής για το εκδικαζόμενο αδίκημα, έχει εξουσία, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη προβλεπόμενη ποινή, να διατάξει όπως το καταδικασθέν πρόσωπο στερηθεί του δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για χρονική διάρκεια η οποία δεν υπερβαίνει την ανώτατη χρονική περίοδο που καθορίζεται στο εδάφιο (8).

(8) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ανώτατη χρονική περίοδος είναι-

(α) Έξι μήνες, αν ο καταδικασθείς δεν έχει στερηθεί κατόπιν απόφασης του δικαστηρίου του δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης τα τελευταία πέντε έτη πριν από τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο το δικαστήριο θα επιβάλει ποινή

(β) δώδεκα μήνες, αν κατά την περίοδο πέντε ετών πριν από τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο το δικαστήριο θα επιβάλει ποινή ο καταδικασθείς στερήθηκε του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτήσει άδεια οδήγησης κατόπιν απόφασης του δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν το διάταγμα εκδόθηκε ως συνέπεια συγκέντρωσης βαθμών ποινής ή άλλως πως.

(9) Όταν πρόσωπο καταδικάζεται για αδίκημα αναγραφόμενο στον Πίνακα, το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία του αρχείου που αναφέρεται στο εδάφιο (5) του παρόντος άρθρου που αφορούν  τον κατηγορούμενο, τα οποία θα συνιστούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη του περιεχομένου τους.

(10) Στις περιπτώσεις όπου πρόσωπο καταδικάζεται για δύο ή περισσότερα του ενός αδικήματα αναφερόμενα στον Πίνακα, τα οποία όμως απορρέουν από την ίδια πράξη ή παράλειψη, το δικαστήριο δεν επιβάλλει βαθμούς ποινής για κάθε ένα από τα δύο ή περισσότερα αυτά αδικήματα αλλά μόνο για εκείνο το οποίο έχει σύμφωνα με τη δεύτερη στήλη του Πίνακα τους περισσότερους βαθμούς.

(11) Στέρηση της άδειας οδηγού δυνάμει του άρθρου 19 δεν επηρεάζει τη συσσώρευση βαθμών ποινής που έχουν επιβληθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου, ενώ αντίθετα οι συσσωρευμένοι βαθμοί ποινής διαγράφονται, αν η στέρηση της άδειας έγινε δυνάμει του εδαφίου (7) πιο πάνω.

(12) Κάθε επιβαλλόμενος βαθμός ποινής παραγράφεται μετά την παρέλευση δύο ετών από της επιβολής του και δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε πρόνοια του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου.

(13) Ο Έφορος δύναται να ζητήσει από τον κάτοχο άδειας οδήγησης να την επιστρέψει στον Έφορο εντός καθορισμένης από αυτόν προθεσμίας, με σκοπό την αντικατάσταση της χωρίς την κατοβολή νέων τελών. Κάθε κάτοχος άδειας οδήγησης που αρνείται ή αμελεί ή παραλείπει να επιστρέψει την άδεια του στον Έφορο για αντικατάσταση, είναι ένοχος αδικήματος που τιμωρείται με φυλάκιση για διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.