Ειδική διάταξη για απαγόρευση οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος το οποίο έχει υποστεί μη επιτρεπόμενη μετατροπή κατά τρόπο ώστε να προκαλεί ηχορρύπανση, οχληρία και ρύπανση της ατμόσφαιρας από τις μη ελεγχόμενες εκπομπές ρύπων στην ατμόσφαιρα

30.-(1) Απαγορεύεται η οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος το οποίο έχει υποστεί αλλαγή ή μετατροπή κατά τρόπο ώστε τα εκπεμπόμενα από τη μηχανή αέρια να διαφεύγουν στην ατμόσφαιρα χωρίς ή πριν να διέλθουν από σιγαστήρα ή θάλαμο διαστολής ή άλλης συσκευής κατάλληλης και επαρκούς για τη μείωση του θορύβου ή της έντασης του ήχου ή από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο καταλυτικός μετατροπέας ή/και το φίλτρο σωματιδίων αιθάλης πετρελαίου στο σύστημα εξαγωγής καυσαερίων ή οποιοδήποτε εξάρτημα συναφές ή συνδεδεμένο με τον καταλυτικό μετατροπέα που έχει υποστεί μη επιτρεπόμενη μετατροπή με αποτέλεσμα αυτή να προκαλεί θόρυβο πέραν των ορίων εκπομπής ήχου του κατασκευαστή του ή του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου θορύβου που καθορίζεται δυνάμει των προνοιών της δεύτερης επιφύλαξης της παραγράφου (17) του Κανονισμού 50 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών.

(2) Μέλος της Αστυνομίας ή Επόπτης ο οποίος ορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί των Εποπτών Οδικών Μεταφορών (Εξουσίες και Ευθύνες) Νόμου ή άλλο εξουσιοδοτημένο δυνάμει νόμου πρόσωπο, το οποίο διαπιστώνει ότι πρόσωπο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) δύναται να καλέσει με διπλοσυστημένη επιστολή ή με παράδοση επιστολής επί τόπου, τον ιδιοκτήτη ή τον οδηγό ή άλλο πρόσωπο το οποίο έχει την ευθύνη, τον έλεγχο ή την κατοχή του μηχανοκίνητου οχήματος, το σύστημα εξαγωγής καυσαερίων του οποίου έχει υποστεί μη επιτρεπόμενη μετατροπή, για να το ακινητοποιήσει ή μεριμνήσει να το ακινητοποιήσει και να το μεταφέρει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, καθοριζομένου στην πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, σε κατάλληλο κατά την κρίση του Εφόρου χώρο ή σε αδειοδοτημένο ιδιωτικό κέντρο τεχνικού ελέγχου οχημάτων επιλογής του ιδιοκτήτη του μηχανοκίνητου οχήματος, προκειμένου αυτό να τύχει επιθεώρησης.

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο ιδιοκτήτης ή ο έχων την ευθύνη, τον έλεγχο ή την κατοχή μηχανοκίνητου οχήματος το οποίο έχει υποστεί την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αλλαγή ή μετατροπή αρνείται ή παραλείπει να το ακινητοποιήσει άμεσα ή να το μεταφέρει στον προβλεπόμενο στο εδάφιο (2) υποδειχθέντα χώρο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ως αναγράφεται στην επιστολή, το όχημα δύναται να μεταφερθεί από μέλος της Αστυνομίας ή Επόπτη ή από άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτούς πρόσωπο, σε κατάλληλο κατά την κρίση του Εφόρου χώρο.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία αποδειχθεί κατά την επιθεώρηση οχήματος ότι αυτό έχει υποστεί την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αλλαγή ή μετατροπή, ο ιδιοκτήτης ή ο έχων την ευθύνη, τον έλεγχο ή την κατοχή του μηχανοκίνητου οχήματος το επαναφέρει στην κατάσταση την οποία το μηχανοκίνητο όχημα είχε πριν από τη μετατροπή ή την αφαίρεση του καταλυτικού μετατροπέα ή και του φίλτρου σωματιδίων αιθάλης πετρελαίου, ανάλογα με την περίπτωση και στη μηχανική κατάσταση την οποία προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και οι πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(5) Το Πιστοποιητικό Καταλληλότητας και η Άδεια Κυκλοφορίας οχήματος το οποίο έχει υποστεί την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) αλλαγή ή μετατροπή αναστέλλονται και το όχημα απαγορεύεται να οδηγείται μέχρι αυτό να επανέλθει στην κατάσταση στην οποία ευρισκόταν πριν από τη μη επιτρεπόμενη μετατροπή ή τροποποίηση της μηχανής ή την αφαίρεση του καταλυτικού μετατροπέα ή/και του φίλτρου σωματιδίων αιθάλης πετρελαίου, ανάλογα με την περίπτωση, και στη μηχανική κατάσταση την οποία προβλέπουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και οι πρόνοιες των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και να παρουσιαστεί και ελεγχθεί επιτυχώς από τον Έφορο.

(6) Σε περίπτωση κατά την οποία όχημα έχει υποστεί μη επιτρεπόμενες μετατροπές και δεν φέρει αριθμούς εγγραφής, η Αστυνομία δύναται να το κατάσχει δυνάμει των προνοιών των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών.

(7)(α) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).

(β) Πρόσωπο το οποίο εμποδίζει μέλος της Αστυνομίας ή Επόπτη ή άλλο εξουσιοδοτημένο δυνάμει νόμου πρόσωπο να ασκήσουν τις χορηγούμενες δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) εξουσίες ή αρνείται ή παραλείπει να εκτελέσει τις οδηγίες που αναφέρονται στην προβλεπόμενη στο εδάφιο (2) επιστολή σε σχέση με τη μετακίνηση οχήματος, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(γ) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση των διατάξεων των εδαφίων (4) και (5) ή ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος του μηχανοκίνητου οχήματος, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες ευρώ (€6.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.