Σημείωση
12 του Ν.29(Ι)/2005Ειδικές διατάξεις προσωρινής ισχύος

12 του Ν.29(Ι)/2005

Ειδικές διατάξεις προσωρινής ισχύος.

12.  (1)  Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό  των διατάξεων του βασικού νόμου  ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών,   πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση ή/και Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Εργασιών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δύναται, ύστερα από γνωμάτευση της Επιτροπής που συνιστάται σύμφωνα με το εδάφιο (7), να εκδίδεται για υφιστάμενη οικοδομή ή υπό δημιουργία οικόπεδο, κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται  προς την Πολεοδομική Αρχή:

Νοείται ότι το πιο πάνω αναφερόμενο Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Εργασιών δεν υποκαθιστά το Πιστοποιητικό Έγκρισης που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, λαμβάνεται όμως υπόψη για την έκδοσή του.

(2)  Πολεοδομική άδεια, η οποία έχει ήδη λήξει και αφορά υφιστάμενη οικοδομή ή/και υπό δημιουργία οικόπεδο για την οποία ή το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), θεωρείται ότι για σκοπούς του παρόντος άρθρου επαναφέρεται σε ισχύ με βάση τους αρχικούς όρους της άδειας, μέχρι την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή δυνάμει του εδαφίου (18) υποχρεούται να ολοκληρώσει την έκδοση αποφάσεών της:

Νοείται ότι η πιο πάνω παράταση της ισχύος της άδειας, επενεργεί αποκλειστικά και μόνο προς υλοποίηση απόφασης της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(3)  Τηρουμένης της πιο κάτω επιφύλαξης, δικαίωμα υποβολής αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση ή/και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών, όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), έχει ο ιδιοκτήτης υφιστάμενης οικοδομής ή υπό δημιουργία οικοπέδου,  εφόσον επί του επηρεαζόμενου ακινήτου υπάρχουν οποιαδήποτε δικαιώματα αγοραστών ή συνιδιοκτητών που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο πιο πάνω ιδιοκτήτης δεν   υποβάλει αίτηση δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων εντός  έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, οποιοσδήποτε των συνιδιοκτητών ή οποιοσδήποτε αγοραστής τμήματος της εν λόγω οικοδομής ή του υπό δημιουργία οικοπέδου δικαιούται  να υποβάλει αίτηση στην Πολεοδομική Αρχή για έκδοση  άδειας ή/και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών, ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει των  διατάξεων του παρόντος άρθρου αναφορικά με το δικό του συμφέρον.

(4)  Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας  ή/και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου από συνιδιοκτήτη ή αγοραστή, αυτός υποχρεούται ταυτόχρονα να κοινοποιήσει την αίτησή του στον ιδιοκτήτη ή στο συνιδιοκτήτη του συγκεκριμένου ακινήτου με συστημένη επιστολή στην τελευταία γνωστή διεύθυνσή του στην Κύπρο, προκειμένου δε περί αγοραστή και στη διεύθυνση του ιδιοκτήτη που αναγράφεται στο πωλητήριο έγγραφο, η δε αίτησή του δεν εξετάζεται παρά μόνο μετά την παρέλευση δύο μηνών και εφόσον μέσα στο διάστημα αυτό δεν υποβάλλεται ίδιο αίτημα από τον ιδιοκτήτη ή το συνιδιοκτήτη.

(5)  Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) αίτηση συνοδεύεται από  τροποποιημένα αρχιτεκτονικά ή/και άλλα σχέδια, στα οποία εμφαίνεται η οικοδομή ή το υπό δημιουργία οικόπεδο όπως εγκρίθηκε με βάση την πολεοδομική άδεια και όπως υφίστατο κατά την αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου ημερομηνία, από τα οποία να εμφαίνονται ευκρινώς οι επελθούσες διαφοροποιήσεις, καθώς και από τα δικαιώματα που προβλέπονται  για υποβολή αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση δυνάμει των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών:

Νοείται ότι τα δικαιώματα που καταβάλλονται για την υποβολή αίτησης έκδοσης Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών καθορίζονται στο ήμισυ των προβλεπομένων για την αίτηση έκδοσης πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, δυνάμει του παρόντος άρθρου.

(6)  Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου υποβαλλόμενες αιτήσεις παραπέμπονται εντός  τριών μηνών από την Πολεοδομική Αρχή, με τη σειρά παραλαβής τους, συνοδευόμενες από πλήρη έκθεση γεγονότων στην Επιτροπή για μελέτη, με την επισύναψη όλων των εγγράφων που τη συνοδεύουν.  Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από τον αιτητή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα τα οποία κατά την κρίση της είναι αναγκαία για εξέταση της αίτησης.

(7)  Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου συνιστάται Τριμελής Επιτροπή για μελέτη και εξέταση αιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, η οποία αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ή εκπρόσωπό του, ως πρόεδρο, από το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ή εκπρόσωπό του και από πρόσωπο που διορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών έπειτα από συνεννόηση με την Ένωση Δήμων Κύπρου και την Ένωση Κοινοτήτων Κύπρου, ως μέλη:

Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται, αν για πρακτικούς λόγους κρίνει αυτό αναγκαίο, να συνιστά για κάθε Επαρχία ξεχωριστή Τριμελή Επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των πιο πάνω αναφερομένων δημόσιων λειτουργών και από ένα τρίτο μέλος για κάθε Επιτροπή που διορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών έπειτα από συνεννόηση με την Ένωση Δήμων Κύπρου και την Ένωση Κοινοτήτων Κύπρου, με τις ίδιες όπως πιο πάνω εξουσίες και με αρμοδιότητα να εξετάζει αιτήσεις αναφορικά με  αναπτύξεις που βρίσκονται μέσα στα  διοικητικά όρια της οικείας Επαρχίας.

(8)  Ο Πρόεδρος της Επιτροπής με γραπτή πρόσκληση προς τα μέλη, συγκαλεί τις συνεδρίες της Επιτροπής και διευθύνει τις εργασίες της.

(9)  Για την έγκυρη λήψη των αποφάσεων της Επιτροπής απαιτείται η παρουσία του Προέδρου και των άλλων μελών της.  Για τη λήψη θετικής γνωμάτευσης της Επιτροπής για χορήγηση απαιτείται ομοφωνία στη λαμβανόμενη απόφαση, ενώ σε περίπτωση μη επίτευξης ομοφωνίας  θεωρείται αρνητική γνωμάτευση.

(10)  Ο Πρόεδρος ή μέλος της Επιτροπής που έχει προσωπικό συμφέρον που σχετίζεται με οποιοδήποτε θέμα που εγείρεται από την Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιήσει κάθε τέτοιο συμφέρον στην Επιτροπή και να μη λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε συνεδρία της Επιτροπής στην οποία θα συζητηθεί το εν λόγω θέμα.  Για τις εν λόγω  περιπτώσεις  ορίζεται από τον Υπουργό άλλος Πρόεδρος ή μέλος, ανάλογα με την περίπτωση.

(11)  (α)   Για υποβοήθηση του έργου της Επιτροπής κατά τις συνεδρίες της δύνανται να  παρακάθονται εκπρόσωποι της οικείας Πολεοδομικής ή και αρμόδιας αρχής,  οι οποίοι αποχωρούν πριν από τη λήψη της απόφασης.

(β)  Η Επιτροπή δύναται να καλεί ενώπιόν της και οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει ότι θα υποβοηθήσει το έργο της.

(12)  Κατά τις συνεδρίες της Επιτροπής τηρούνται πρακτικά και η απόφαση που λαμβάνεται πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να καταγράφεται.

(13)  (α)    Η απόφαση της Επιτροπής που λαμβάνεται δυνάμει των πιο πάνω εδαφίων διαβιβάζεται ως γνωμάτευση μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα στην οικεία Πολεοδομική Αρχή.

(β)  Η Επιτροπή κατά την κρίση της ενημερώνει ιδιοκτήτες γειτονικών ακινήτων που ενδεχομένως επηρεάζονται από την απόφασή της.

(14)  Η  Πολεοδομική Αρχή μετά τη λήψη της γνωμάτευσης:

(α) Σε περίπτωση που αυτή είναι θετική ως προς τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση ή/και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών χορηγεί την άδεια αυτή ή και το Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Εργασιών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου    και δύναται να επιβάλει πρόσθετους όρους που δεν αφορούν θέματα που καλύπτονται από τη γνωμάτευση.

(β) σε περίπτωση που αυτή είναι αρνητική ως προς την   χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση ή/και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών, δεσμεύεται να σεβαστεί την απόφαση της Επιτροπής.

(γ) σε περίπτωση που η γνωμάτευση είναι θετική ως προς την  χορήγηση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση ή και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών  δυνάμει των ειδικών διατάξεων, αλλά η άδεια αυτή ή/και το Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Εργασιών δεν είναι δυνατό να εκδοθεί συνεπεία οποιασδήποτε παρατυπίας που δεν οφείλεται στον αιτητή, δύναται να λάβει κατά του υπαίτιου της παρατυπίας οποιαδήποτε κατά την κρίση της πρόσφορα μέτρα επιβολής που προβλέπονται στο Έκτο Μέρος του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου:

Νοείται ότι σε τέτοια περίπτωση  είναι δυνατή η έκδοση της άδειας αυτής με διαφυλασσόμενο θέμα την άρση της παρατυπίας σε τακτό χρονικό διάστημα.

(15)  Η πολεοδομική άδεια  που εκδίδεται από την  Πολεοδομική Αρχή δυνάμει του παρόντος  άρθρου, είτε αυτή αφορά το σύνολο είτε μέρος συγκεκριμένης ανάπτυξης, έχει την ίδια ισχύ και νομικό αποτέλεσμα με την πολεοδομική άδεια που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 26 του  περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και λογίζεται και ως άδεια για επεκτάσεις, προσθήκες, αλλαγή χρήσης ή μετατροπές σε υφιστάμενη οικοδομή ή σε υπό δημιουργία οικόπεδα:

Νοείται ότι στις περιπτώσεις κοινόκτητων οικοδομών η αξία της παρατυπίας που νομιμοποιείται σε οποιαδήποτε μονάδα δε λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του μεριδίου της μονάδας στην κοινόκτητη ιδιοκτησία:

Νοείται περαιτέρω ότι η πολεοδομική άδεια  σύμφωνα με το παρόν άρθρο  εκδίδεται  με την καταβολή των καθορισμένων στους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας  (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές)  Κανονισμούς, δικαιωμάτων, για έκδοση πολεοδομικής άδειας.

(16) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου πολεοδομική άδεια  δυνάμει  του παρόντος άρθρου δύναται να εκδοθεί μόνο για παρατυπίες που προβλέπονται στον Πίνακα του παρόντος Νόμου και εφόσον πληρούνται  οι όροι και οι περιορισμοί που καθορίζονται σ’ αυτόν για κάθε κατηγορία παρατυπιών.

(17) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:

«αγοραστής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο  έχει αγοράσει τμήμα υφιστάμενης οικοδομής ή υπό δημιουργία οικόπεδο δυνάμει  αγοραπωλητηρίου εγγράφου, το οποίο έχει κατατεθεί στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για τους σκοπούς του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου πριν από την  ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005, ή δυνάμει έγκυρου και δεόντως χαρτοσημασμένου αγοραπωλητηρίου εγγράφου βέβαιης χρονολογίας πριν από την πιο πάνω ημερομηνία∙

“αυτοτελής και/ή άνετη κάρπωση”, σε σχέση με υφιστάμενη οικοδομή ή ανάπτυξη, σημαίνει την κατάσταση εκείνη που υφίσταται σε οικοδομική ή οικοπεδική ανάπτυξη στην οποία,  διαπιστώνεται ότι υπάρχει ικανοποιητική αυτοτελής λειτουργία,  της κύριας χρήσης στο συμπληρωμένο μέρος της ανάπτυξης για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

“Επιτροπή” σημαίνει την Επιτροπή που συνιστάται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.

“παρατυπία” σε σχέση με υφιστάμενη οικοδομή ή υπό δημιουργία οικόπεδο σημαίνει τη μη τήρηση οποιουδήποτε από τους όρους άδειας της εν λόγω οικοδομής ή άδειας διαίρεσης του εν λόγω υπό δημιουργία οικοπέδου ή την επέκταση ή προσθήκη, την αλλαγή χρήσης ή τη μετατροπή της οικοδομής κατά παράβαση των εγκριθέντων σχεδίων, που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.

“Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Εργασιών” σημαίνει το πιστοποιητικό,  με το οποίο επιβεβαιώνεται η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ή μέρους αυτής, όπως αυτή εξουσιοδοτήθηκε από τη σχετική πολεοδομική άδεια.

“υπό δημιουργία οικόπεδο” σημαίνει τεμάχιο γης, που θα προκύψει με την υλοποίηση πολεοδομικής άδειας και αφορά διαίρεση γης  οικόπεδα ή οικοπεδοποίηση και δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια για αδειοδότηση αρχή δυνάμει των προνοιών του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, πριν από την έναρξη της ισχύος του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005.

“υφιστάμενη οικοδομή“ σημαίνει οικοδομή ή συγκρότημα οικοδομών που περιλαμβάνει πέραν της μιας οικιστικής ή εμπορικής μονάδας που κτίστηκε αφού εξασφαλίστηκε  πολεοδομική άδεια  η οποία ουσιαστικά έχει συμπληρωθεί και της οποίας οποιοδήποτε μέρος κατέχεται ή δύναται να κατέχεται αυτοτελώς και να τυγχάνει άνετης κάρπωσης ως μονάδα αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2005.

(18)   Αιτήσεις για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση και Πιστοποιητικού Συμπλήρωσης Εργασιών  δυνάμει του παρόντος άρθρου, δε δύνανται να υποβληθούν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2006, η δε πολεοδομική αρχή οφείλει να εκδώσει τις αποφάσεις της εντός τριών ετών από την πιο πάνω  ημερομηνία.

(19)  (1)  Το αντιστάθμισμα που καταβάλλεται για την υπέρβαση στο δομήσιμο εμβαδόν κατατίθεται σε Ειδικό Ταμείο της οικείας τοπικής αρχής, οι λογαριασμοί του οποίου θα ελέγχονται κατ’ έτος από το Γενικό Ελεγκτή.

(2)  Τα έσοδα του πιο πάνω Ταμείου χρησιμοποιούνται για έργα αναβάθμισης της υποδομής και του περιβάλλοντος στην περιοχής της ανάπτυξης.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ

[άρθρο 12(16)]


ΠΑΡΑΤΥΠΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΘΕΤΙΚΗ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΔΟΘΕΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΡΧΗ


1. Παρατυπίες που παρατηρούνται σε υφιστάμενες οικοδομές και:

(α) αφορούν τροποποιήσεις οι οποίες είναι εσωτερικής φύσεως (εσωτερικών χώρων) και:

(i) δεν αυξάνουν το εγκριθέν δομήσιμο εμβαδόν ή αλλοιώνουν ουσιαστικά την αισθητική της οικοδομής× και/ ή

(ii) δεν αυξάνουν το εγκριθέν δομήσιμο εμβαδόν πέραν του 10% ή τα 25 τ.μ. ανά μονάδα, οποιοδήποτε από τα δύο είναι μικρότερο:

Νοείται ότι για την αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (ii) της παρούσας παραγράφου περίπτωση, η πολεοδομική άδεια  δυνάμει του άρθρου 12 δύναται να εκδίδεται εφόσον καταβληθεί από τον αιτητή ως αντιστάθμισμα ποσό ίσο με την αξία του δομήσιμου εμβαδού που αντιστοιχεί στην αξία της υπέρβασης ή μεταφορά συντελεστή δόμησης από διατηρητέα οικοδομή ή παραχώρηση γης, έκτασης που αντιστοιχεί στην υπέρβαση, ως χώρου πρασίνου σε έκταση γης ίσης αξίας ή συνδυασμός των ως άνω.  Η αξία  αυτή υπολογίζεται οριστικά από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας×

(β) αφορούν τροποποιήσεις οι οποίες είναι εξωτερικής φύσεως και περιλαμβάνουν επεκτάσεις ή και παράλληλες τροποποιήσεις εσωτερική φύσεως που αυξάνουν το εγκριθέν δομήσιμο εμβαδόν της ανάπτυξης μέχρι 10% του εγκριθέντος εμβαδού της, νοουμένου ότι δεν υπερβαίνει τα 25 τ.μ. ανά μονάδα.  Σε τέτοια περίπτωση η πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση δύναται να εκδοθεί εφόσον, καταβληθεί από τον αιτητή ως αντιστάθμισμα ποσόν ίσον με την αξία του δομήσιμου εμβαδού που αντιστοιχεί στην υπέρβαση ή μεταφορά συντελεστή δόμησης από διατηρητέα οικοδομή ή παραχώρηση γης έκτασης που αντιστοιχεί στην υπέρβαση, ως χώρου πρασίνου.  Η αξία αυτή υπολογίζεται οριστικά από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Η καταβολή του εν λόγω αντισταθμίσματος δύναται να γίνει από τον ιδιοκτήτη ή ένα από τους συνιδιοκτήτες ή τον αγοραστή και   γίνεται πριν την υποβολή αίτησης για άδεια οικοδομής.

(γ) αφορούν λανθασμένη χωροδιάταξη της οικοδομής εντός του ακινήτου, με αποτέλεσμα να μην έχει τις απαιτούμενες από την εφαρμοστέα νομοθεσία και τους σχετικούς με αυτήν εκδιδόμενους κανονισμούς αποστάσεις, είτε από τα σύνορα των γειτονικών τεμαχίων είτε από την κυρία οικοδομή με βοηθητικά και είναι τέτοιες που δεν επηρεάζουν την αυτοτελή λειτουργία της υφιστάμενης οικοδομής, αλλά επιτρέπουν την αυτοτελή και άνετη κατοχή και κάρπωση των μονάδων.  Σε τέτοια περίπτωση  η Πολεοδομική Αρχή για την έκδοση της πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12, οφείλει να διασφαλίζει ότι δεν επηρεάζονται οι ανέσεις της αντίστοιχης γειτονικής ιδιοκτησίας.

(δ) αφορούν ανάπτυξη με λανθασμένη χωροδιάταξη, η οποία συνίσταται σε μη ουσιώδη επέμβαση σε ξένη ιδιοκτησία, και μόνο για τις μονάδες εκείνες που δεν επεμβαίνουν σε ξένη ιδιοκτησία και μπορούν να τύχουν ανεξάρτητης κάρπωσης∙

(ε) αφορούν τη μη εφαρμογή των όρων της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας που σχετίζονται με τη μη κατασκευή ή τη μη ορθή κατασκευή έργων υποδομής που προβλέπει η άδεια.  Στην περίπτωση αυτή η πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση δύναται να εκδοθεί εφόσον δεν επηρεάζεται η αυτοτελής λειτουργία της οικοδομής, η αυτοτέλεια και άνετη κάρπωση και με την προϋπόθεση της κατασκευής των έργων υποδομής σε τακτή προθεσμία ως ήθελε καθοριστεί από την Πολεοδομική Αρχή, αναλόγως του απαιτούμενου χρόνου, σύμφωνα με τους όρους της άδειας και κατατεθεί σχετική έκθεση από εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ, αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό, με ισχύουσα ετήσια άδεια ασκήσεως επαγγέλματος:

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο αιτητής είναι αγοραστής και επιβαρύνεται με τη δαπάνη για κατασκευές που δεν αφορούν άμεσα τη μονάδα του αλλά επηρεάζουν την αυτοτελή λειτουργία και άνετη κάρπωση αυτής, δύναται να ανακτά με αγωγή από τον ιδιοκτήτη ή και άλλο αγοραστή στο βαθμό που έκαστος ευθύνεται, οποιοδήποτε ποσό χρημάτων δαπανήθηκε απ΄ αυτόν για εργασίες που έγιναν με σκοπό τη συμμόρφωση σε ειδοποίηση αρμοδίου διοικητικού οργάνου.  Σε περίπτωση άρνησης του αιτητή να συμμορφωθεί στις κατασκευές που δεν αφορούν τη μονάδα του και εφόσον αυτές αφορούν την υλοποίηση όρων για κατασκευή έργων υποδομής που προβλέπει η αρχική πολεοδομική άδεια, η Επιτροπή δύναται να εισηγηθεί στην Πολεοδομική Αρχή να προβεί με νόμιμες διαδικασίες, στη συμπλήρωση των έργων υποδομής, όπως αυτά προβλέπονται από τους όρους της άδειας, και να απαιτήσει δυνάμει του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, την καταβολή της δαπάνης από τον ιδιοκτήτη ή και αγοραστή στο βαθμό που έκαστος ευθύνεται και  σε περίπτωση μη πληρωμής τους δύναται να ζητηθεί μέσω δικαστηρίου η καταβολή της δαπάνης τους.


2. Παρατυπίες που αφορούν υφιστάμενες οικοδομές σε υπό δημιουργία οικόπεδα, των οποίων οι πολεοδομικές άδειες εκδόθηκαν με βάση τις διατάξεις των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων του 1972 έως 2002, και οι οποίες έχουν λήξει, χωρίς να ολοκληρωθούν επιτόπου οι απαιτούμενες από την άδεια κατασκευαστικές εργασίες εφόσον:

(α) τα οικόπεδα επί των οποίων είναι η υφιστάμενη οικοδομή αποτελούν μέρος διαχωρισμού που προωθείται κατά φάσεις και περιλαμβάνονται στη φάση που έχουν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες εργασίες ή τουλάχιστον βρίσκονται σε τέτοια στάδιο κατασκευής που υπάρχει αυτοτελής λειτουργία και παραμένουν μόνο μικρής κλίμακας κατασκευές:
Νοείται ότι στην περίπτωση αυτή  χορηγείται το  Πιστοποιητικό Συμπλήρωσης Εργασιών για το μέρος του διαχωρισμού που έχουν ολοκληρωθεί  οι απαιτούμενες εργασίες ως η επιφύλαξη του άρθρου 10 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου.

(β) δεν ολοκληρώθηκαν όλες οι απαιτούμενες εργασίες λόγω σοβαρών ατελειών, όταν το έργο δεν προωθείται κατά φάσεις.  Σε τέτοια  περίπτωση ο ιδιοκτήτης της ακίνητης ιδιοκτησίας καλείται να συμπληρώσει μέσα σε τακτή προθεσμία τις υπολειπόμενες εργασίες όπως η Πολεοδομική Αρχή ήθελε καθορίσει και σύμφωνα με τους όρους της  πολεοδομικής άδειας.  Σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης για αντικειμενικούς λόγους αδυνατεί να ανταποκριθεί:

(i)   εφόσον οι κατασκευές αφορούν υφιστάμενο δρόμο, καλείται η Πολεοδομική Αρχή όπως διερευνήσει το ενδεχόμενο να αναλάβει τη συμπλήρωση των εργασιών με δική της δαπάνη, σύμφωνα με  τις διατάξεις του άρθρου 49 των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων 1972 μέχρι 2002.

(ii)   στη συνέχεια σε περίπτωση που η Πολεοδομική Αρχή αδυνατεί να αναλάβει πρωτοβουλία για άρση των ατελειών και εφόσον οι κατασκευές δεν αφορούν συμπλήρωση υφιστάμενου δρόμου, δύναται ο αγοραστής να υποβάλει αίτηση για πολεοδομική άδεια   σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος Νόμου για  συμπλήρωση εκείνων των εργασιών, που κατ΄ ελάχιστο απαιτούνται, πέραν εκείνων που αναλογούν σ΄ αυτόν, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται άνετη και ανεξάρτητη κάρπωση της μονάδας του:

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο αγοραστής για να υλοποιήσει την  άδεια αυτή, επιβαρύνεται και με τη δαπάνη για κατασκευές που δεν τον αφορούν άμεσα, αλλά επηρεάζουν την αυτοτελή λειτουργία και άνετη κάρπωση της μονάδας του, δύναται να απαιτήσει από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου ή και αγοραστή στο βαθμό που έκαστος ευθύνεται οποιοδήποτε ποσό χρημάτων δαπανήθηκε απ΄ αυτόν για εργασίες που έγιναν με σκοπό τη συμμόρφωση σε ειδοποίηση αρμόδιου διοικητικού οργάνου·

(γ) δεν ολοκληρώθηκαν όλες οι εργασίες, επειδή εκκρεμεί συνοριακή διαφορά ή άλλο πρόβλημα ιδιοκτησιακής φύσεως.  Σε τέτοια περίπτωση εντοπίζεται το μέγεθος της συνοριακής διαφοράς και εφόσον επηρεάζεται μικρό τμήμα γης που αφήνει ανεπηρέαστο το μεγαλύτερο τμήμα του διαχωρισμού, η Επιτροπή δύναται να εισηγηθεί στην Πολεοδομική Αρχή να ζητήσει, ανάλογα με την περίπτωση, από το συγκεκριμένο  ιδιοκτήτη ή τον αγοραστή την ολοκλήρωση σε καθορισμένη προθεσμία των εργασιών στο αντίστοιχο τμήμα που του αναλογεί στο ανεπηρέαστο τμήμα του διαχωρισμού που δεν επηρεάζει άλλη ιδιοκτησία και νοουμένου ότι και στις δύο περιπτώσεις θα υπάρχει η δυνατότητα της αυτοτελούς και άνετης κάρπωσης, σε καθορισμένο από αυτή χρόνο, η Πολεοδομική Αρχή χορηγεί την άδεια.