Ποσόν πιστουμένων ασφαλιστέων αποδοχών

19.-(1) Το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών που πιστώνονται για κάθε εβδομάδα σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β), (ε) και (στ) του εδαφίου (1) και τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 18 είναι ίσο με το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών· για περίοδο μικρότερη της εβδομάδας πιστώνεται το ανάλογο ποσό:

Νοείται ότι το άθροισμα των αποδοχών που πιστώνονται για κάθε έτος εισφορών σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και το εδάφιο (4) του άρθρου 18 και των πληρωθεισών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών του ασφαλισμένου ή της ασφαλισμένης κατά το εν λόγω έτος εισφορών δε δύναται να υπερβαίνει το ετήσιο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής ήτις κατεβλήθη προς τον ησφαλισμένον, δι’ οιανδήποτε δε περίοδον μικροτέραν της εβδομάδος πιστούται το ανάλογον ποσόν:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει το δι’ εκάστην εβδομάδα πιστούμενον ποσόν δύναται να είναι μικρότερον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι το άθροισμα των δι’ εκάστην εβδομάδα πιστουμένων ασφαλιστέων αποδοχών και του ποσού των υπό του ησφαλισμένου πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δεν δύναται να υπερβαίνη τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών επί του οποίου υπελογίσθη το ύψος της σχετικής παροχής.

(2Α) Διά τους σκοπούς της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 18, ο ησφαλισμένος πιστούται δι’ εκάστην εβδομάδα εισφορών διά την οποίαν δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος διά τόσων ασφαλιστικών μονάδων όσον είναι το άθροισμα των ασφαλιστικών μονάδων αι οποίαι αντιστοιχούσιν εις τον εβδομαδιαίον μέσον όρον ασφαλιστέων αποδοχών του, ως ούτος υπελογίσθη δυνάμει της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (2) του Τρίτου Πίνακος και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, εν ουδεμιά, όμως, περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι μικροτέρα της μονάδος. Διά περίοδον μικροτέραν της εβδομάδος η πίστωσις μειούται αναλόγως:

Νοείται ότι όταν η καταβαλλομένη σύνταξις ανικανότητος είναι διά μερικήν ανικανότητα προς εργασίαν ο πιστούμενος αριθμός ασφαλιστικών μονάδων μειούται λαμβανομένης υπ’ όψιν της σχέσεως του ποσοστού συντάξεως ανικανότητος προς εκατόν:

Νοείται περαιτέρω ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η πίστωσις δύναται να είναι μικροτέρα της μιας ασφαλιστικής μονάδος:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι το άθροισμα των διά του παρόντος εδαφίου πιστουμένων ασφαλιστικών μονάδων και τυχόν ασφαλιστικών μονάδων λόγω πληρωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών ή πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών δυνάμει ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου, δεν δύναται να υπερβαίνη τον αριθμόν των ασφαλιστικών μονάδων διά του οποίου θα επιστούτο ο ησφαλισμένος εάν εδικαιούτο συντάξεως ανικανότητος δι’ ολικήν απώλειαν της ικανότητος προς το κερδίζειν.

(2Β) Αι διατάξεις του εδαφίου (2Α) εφαρμόζονται επί παροχών των οποίων η σχετική ημερομηνία έπεται της 31ης Μαρτίου, 1983.

(3) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της εβδομάδος ήτις περιλαμβάνει την σχετικήν ημερομηνίαν:

Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει το καθ’ εκάστην εβδομάδα πιστούμενον ποσόν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιον του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών, το πιστούμενον δι’ εκάστην εβδομάδα δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 18, είναι ίσον προς τον εβδομαδιαίον μέσον όρον των πληρωθεισών και πιστωθεισών ασφαλιστέων αποδοχών εις το ανώτερον τμήμα ασφαλιστέων αποδοχών του ησφαλισμένου διά την περίοδον από της ορισθείσης ημερομηνίας ή από της ενάρξεως του έτους εισφορών εντός του οποίου ο ησφαλισμένος συνεπλήρωσε την ηλικίαν των δέκα εξ ετών, εάν αύτη είναι μεταγενεστέρα της ορισθείσης ημερομηνίας, μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της σχετικής ημερομηνίας:

Νοείται ότι, εάν η τοιαύτη περίοδος είναι μεγαλυτέρα των πέντε ετών λαμβάνεται υπ’ όψιν η αμέσως προ της εβδομάδος της σχετικής ημερομηνίας περίοδος πέντε ετών εφ’ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον, διά τον ησφαλισμένον:

Νοείται περαιτέρω ότι εις περίπτωσιν ησφαλισμένου ο οποίος συμπληροί την ηλικίαν των είκοσι πέντε ετών μετά την ορισθείσαν ημερομηνίαν, λαμβάνεται υπ’ όψιν, εφ’ όσον τούτο είναι ευεργετικώτερον διά τον ησφαλισμένον η περίοδος από της ημερομηνίας της υπ’ αυτού συμπληρώσεως της ηλικίας των είκοσι πέντε ετών μέχρι της τελευταίας εβδομάδος προ της σχετικής ημερομηνίας, εάν δε αύτη είναι μικροτέρα των πέντε ετών, η περίοδος των πέντε ετών προ της εν λόγω εβδομάδος.