29.-(1) Τηρουμένων των σχετικών διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας διαδικαστικού κανονισμού και οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού εκδιδομένου δυνάμει του παρόντος Νόμου, οιαδήποτε ειδοποίησις, αίτησις, απαίτησις ή άλλο έγγραφον δυνάμει του παρόντος Νόμου υποβάλλεται εγγράφως και δύναται να επιδίδηται εις το πρόσωπον εις το οποίον πρόκειται να επιδοθή είτε προσωπικώς, είτε διά της παραδόσεως τούτου δι’ αυτό εις το τελευταίον γνωστόν μέρος διαμονής ή εργασίας του εν Κύπρω ή διά της αποστολής τούτου διά του ταχυδρομείου δι’ ησφαλισμένης επιστολής απευθυνομένης εις αυτό εις την τελευταίαν γνωστήν ταχυδρομικήν του διεύθυνσιν εν Κύπρω, το δε πρόσωπον εις το οποίον πρόκειται να επιδοθή περιλαμβάνει οιονδήποτε αντιπρόσωπον τοιούτου προσώπου δεόντως εξουσιοδοτημένον προς τούτο.
(2) Εκτός εάν ή μέχρις ότου ενοικιαστής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος λάβη έγγραφον ειδοποίησιν ότι το πρόσωπον το δικαιούμενον εις τα ενοίκια της εν λόγω κατοικίας ή του καταστήματος (εν τοις εφεξής αναφερόμενος ως ο “αρχικός ιδιοκτήτης”) έπαυσε να έχη τοιούτο δικαίωμα ως επίσης και ειδοποίησιν περί του ονόματος και της διευθύνσεως του προσώπου το οποίον απέκτησε δικαίωμα, επί των τοιούτων ενοικίων, οιαδήποτε αξίωσις, ειδοποίησις, αίτησις, απαίτησις ή άλλο έγγραφον δυνάμει του παρόντος Νόμου το οποίον ο ενοικιαστής επιδίδει εις τον αρχικόν ιδιοκτήτην θεωρείται ότι επεδόθη εις τον ιδιοκτήτην των τοιούτων υποστατικών.
(3) Το Δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι είναι αδύνατη η προσωπική επίδοση απόφασης ή διατάγματος, όπως προνοείται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς να διατάξει την επίδοση της απόφασης ή του διατάγματος με άλλο τρόπο.