4. Καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων δεν θα υπερβαίνη τα τρία επί σκοπώ επιλύσεως, μεθ’ όλης της λογικής ταχύτητος, των εις αυτά αναφερομένων διαφορών των αναφυομένων επί οιουδήποτε θέματος εγειρομένου κατά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος.
(2) Έκαστον Δικαστήριον απαρτίζεται εξ ενός Προέδρου (εν τοις εφεξής αναφερομένου ως “ο Πρόεδρος”) και δύο ετέρων μελών απάντων διοριζομένων υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ως εν τω παρόντι άρθρω προνοείται.
(3) Ουδείς διορίζεται ως Πρόεδρος του Δικαστηρίου εκτός εάν έχη τα προσόντα να διορισθή ως Επαρχιακός Δικαστής, συμφώνως προς το άρθρον 6(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 έως 1982 ή οιουδήποτε άλλου Νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος τούτους.
(4) Δι’ έκαστην υπόθεσιν ενώπιον του Δικαστηρίου ο Πρόεδρος ορίζει τα δύο μέλη εκ των οποίων θα απαρτισθή το Δικαστήριον εκ καταλόγων μελών τους οποίους εγκρίνει δι’ εκάστην επαρχίαν το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον.
Προς τον σκοπόν τούτον ο Υπουργός υποβάλλει δι’ εκάστην επαρχίαν κατάλογον εκ τριάκοντα καταλλήλων προσώπων ανωτάτου ηθικού επιπέδου εκ των οποίων το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον επιλέγει είκοσι πρόσωπα τα οποία αποτελούν ανά δύο έτη τον κατάλογον διά την επαρχίαν εκ των οποίων ο Πρόεδρος ορίζει τα μέλη τα οποία θα απαρτίσωσι το Δικαστήριον δι’ εκάστην συγκεκριμένην υπόθεσιν:
(5) Την επίλυσιν οιασδήποτε διαφοράς υποβαλλομένης εις το Δικαστήριον ως προνοείται εις το εδάφιον (1) του παρόντος άρθρου αποφασίζει ο Πρόεδρος αφού λάβη τας απόψεις των δύο μελών του Δικαστηρίου, τα οποία έχουν απλώς συμβουλευτικήν γνώμην.
(6) Η αντιμισθία του Προέδρου και οι λοιποί όροι υπηρεσίας αυτού είναι οι αυτοί ως ορίζονται εις το άρθρον 8 των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 έως 1982 ή οιουδήποτε άλλου Νόμου τροποποιούντος ή αντικαθιστώντος τούτους εν σχέσει προς Επαρχιακόν Δικαστήν και άμα τη συμπληρώσει της ανώτατης βαθμίδας της κλίμακας σε σχέση με Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή, εις δε τα μέλη καταβάλλονται τοιαύτα έξοδα παραστάσεως ως ήθελον καθορίσει διά κοινής αυτών αποφάσεως οι Υπουργοί Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
(7) Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον διορίζει επί προσωρινής βάσεως οιονδήποτε έτερον πρόσωπον κεκτημένον τα προσόντα όπως διορισθή ως Πρόεδρος διά να ασκή τας εξουσίας και εκτελή τα καθήκοντα Προέδρου διαρκούσης της προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου.
(8) Ουδεμία αγωγή εγείρεται κατά του Προέδρου ή μέλους του Δικαστηρίου διά πάσαν πράξιν ή παράλειψιν αυτού γενομένην κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων αυτού δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(9) Υφίσταται παρά τω Δικαστηρίω και εν εκάστη επαρχία ένθα τούτο λειτουργεί Γραμματεία υπό την διεύθυνσιν Γραμματέως η σύνθεση του προσωπικού της οποίας ήθελεν ορισθή υπό του Υπουργού δι’ εκτέλεσιν των καθηκόντων τα οποία ήθελε προβλέψει διαδικαστικός κανονισμός εκδιδόμενος υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο Γραμματεύς και τα μέλη του προσωπικού της Γραμματείας είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
(10) Παρά τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου εν ισχύι Νόμου, αι συνεδρίαι του Δικαστηρίου εν εκάστη επαρχία ένθα τούτο θα συνέρχεται διεξάγονται εις τοιούτο κτίριον οίον ο Υπουργός Δικαιοσύνης ήθελεν από καιρού εις καιρόν ορίσει ως Δικαστήριον διά τον σκοπόν τούτον.
(11) Άπασαι αι δαπάναι αι απαιτούμεναι διά την λειτουργίαν του Δικαστηρίου καταβάλλονται εκ του δημοσίου ταμείου.