Ειδική εκκαθάριση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος

49ΒΑ(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Έφορος εκδίδει διάταγμα ειδικής εκκαθάρισης συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος και διορισμό ειδικού εκκαθαριστή, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), στις περιπτώσεις όπου-

(α) έχει ανακληθεί άδεια συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 41ΣΤ ή του εδαφίου (γ) του άρθρου 41ΙΣΤ·

(β) το εν λόγω συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα διατηρεί καταθέσεις που καλύπτονται από το Σχέδιο Προστασίας Καταθέσεων, όπως προβλέπεται από τους περί Συνεργατικών Εταιρειών (Σύσταση και Λειτουργία Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων) Θεσμούς του 2000 έως 2009· και

(γ) εφόσον η ειδική εκκαθάριση του εν λόγω συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του Μέρους ΙΧ και του Μέρους ΧΙΙΑ ισχύουν και στις περιπτώσεις ειδικής εκκαθάρισης, εκτός όπου αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(2)(α) Ο Έφορος εκδίδει διάταγμα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), εφόσον πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτό και διορίζει ειδικό εκκαθαριστή.

(β) Για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος λόγος, για τον οποίο δέον όπως τερματισθεί η ισχύς του εκδοθέντος διατάγματος, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από τον Έφορο καθορίζεται σε τρείς (3) ημέρες κατ ’ανώτατο όριο.

(γ) Στο διάταγμα, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), περιλαμβάνεται αναφορά ότι ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του Εφόρου.

(3)(α) Ο ειδικός εκκαθαριστής επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής κατάρτισης και εμπειρίας σε χρηματοπιστωτικά θέματα.

(β) Τα έξοδα διεκπεραίωσης της ειδικής εκκαθάρισης, περιλαμβανομένης της  αμοιβής του ειδικού εκκαθαριστή, καταβάλλονται από το υπό ειδική εκκαθάριση συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα.

(4) Ο ειδικός εκκαθαριστής έχει –

(i) ως πρωταρχικό καθήκον, να συνεργαστεί με τη Διαχειριστική Επιτροπή του Ταμείου Προστασίας Καταθέσεων και να διασφαλίσει την καταβολή, το συντομότερο δυνατό, αποζημιώσεων σε καταθέτες, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στους περί Συνεργατικών Εταιρειών (Σύσταση και Λειτουργία Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων) Θεσμούς του 2000 έως 2009· και

(ii) ως δεύτερο καθήκον, να διενεργήσει την ειδική εκκαθάριση, με στόχο τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλους τους πιστωτές του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος:

Νοείται ότι, η επίτευξη του πρωταρχικού καθήκοντος του ειδικού εκκαθαριστή ως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) υπερισχύει του καθήκοντος της υποπαραγράφου (ii), ο ειδικός εκκαθαριστής όμως εργάζεται προς επίτευξη και των δύο καθηκόντων.

(5)(α)Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών εκκαθαριστή ως αυτές διαλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο, ο ειδικός εκκαθαριστής έχει, επιπρόσθετα προς αυτές, και τις ακόλουθες εξουσίες:

(i) Να διατηρεί και να συνάπτει ασφαλιστικά συμβόλαια, σε σχέση με τις εργασίες και τα περιουσιακά στοιχεία του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος,

(ii) να προβαίνει σε αναγκαίες, κατά τη κρίση του, ενέργειες προς ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος· και

(iii) να διενεργεί όλες τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, πληρωμές που είναι σχετικές με την επίτευξη των στόχων και την άσκηση των εξουσιών του.

(β) Ο ειδικός εκκαθαριστής ασκεί τις εξουσίες του, μετά από έγκριση του Εφόρου.

(γ) Τα ανήκοντα στους πελάτες του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος χρηματοοικονομικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα το συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται, με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν-

(i) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυριούχο δανειστή· ή

(ii) υφίσταται απαίτηση του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

(6) Ο Έφορος διασφαλίζει ότι ο ειδικός εκκαθαριστής ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(7) Ο Έφορος, μόλις καταστεί εφικτό, προβαίνει σε συστάσεις προς τον ειδικό εκκαθαριστή,  αναφορικά με τους κατάλληλους τρόπους επίτευξης του πρωταρχικού του καθήκοντος ως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (4) και ο ειδικός εκκαθαριστής συμμορφώνεται με οποιεσδήποτε τέτοιες συστάσεις.

(8) Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στον Έφορο, σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται από αυτόν, έκθεση για οποιοδήποτε θέμα-

(α) μετά από απαίτηση του Εφόρου, ή

(β) οποτεδήποτε ο ειδικός εκκαθαριστής θεωρεί τούτο αναγκαίο.

(9) Ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει τον Έφορο σε σχέση με την πρόοδο προς επίτευξη του πρωταρχικού του καθήκοντος, ως αυτό αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (4) και ειδοποιεί γραπτώς τον Έφορο, όταν, κατά την κρίση του, το καθήκον αυτό έχει επιτευχθεί πλήρως ή ως ένα σημείο, το οποίο θεωρεί ως το καλύτερο πρακτικά δυνατό αποτέλεσμα.

(10) Ο Έφορος, όταν παραλάβει την ενημέρωση που αναφέρεται στο εδάφιο (9)-

(α) αποφασίζει ότι το πρωταρχικό καθήκον του ειδικού εκκαθαριστή ως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) του εδαφίου (4) έχει επιτευχθεί πλήρως ή έως ένα σημείο, το οποίο θεωρεί ως το καλύτερο πρακτικά δυνατό αποτέλεσμα, ή

(β) ασκεί τις εξουσίες που του παρέχει το παρόν άρθρο.

(11) Στην περίπτωση που έχουν εφαρμοστεί μέτρα εξυγίανσης σε συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013, η ειδική εκκαθάριση του εν λόγω συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος ολοκληρώνεται μόνον όταν έχει ολοκληρωθεί η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

(12) Σε περίπτωση, κατά την οποία εκούσια εκκαθάριση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος έχει ήδη αρχίσει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), ο Έφορος δύναται να εκδώσει διάταγμα ειδικής εκκαθάρισης, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

(13) Από την ημέρα έκδοσης του διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης και διορισμού ειδικού εκκαθαριστή, ουδεμία αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον του υπό ειδική εκκαθάριση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος.

(14) Ο ειδικός εκκαθαριστής εκτελεί τα καθήκοντα του μέχρι-

(α) να παραιτηθεί από αυτά, με ειδοποίηση προς τον Έφορο, ή

(β) να απαλλαγεί από αυτά, με διάταγμα του Εφόρου.

(15) Ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια. Δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για χρέη του υπό ειδική εκκαθάριση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του.