41Δ.-(1) ’νευ επηρεασμού οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας ή εξουσίας του, ο Έφορος εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και είναι αρμόδιος-
(α) Για τον έλεγχο της οργανωτικής διάρθρωσης, της οικονομικής επάρκειας, της φερεγγυότητας των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας, καθώς και για την τήρηση από αυτά των αρχών που εκάστοτε καθορίζονται σχετικά με την νομισματική πολιτική·
(β) προκειμένου περί συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν εγκατασταθεί μέσω υποκαταστήματος ή παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες στη Δημοκρατία, για τον έλεγχο της ρευστότητας, του κινδύνου της αγοράς, καθώς και για την τήρηση από αυτά, των μέτρων που εκάστοτε καθορίζονται σχετικά με την νομισματική πολιτική·
(γ) για τη συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών, επαλήθευση στοιχείων, εκχώρηση ή ανάληψη της ευθύνης προληπτικού ελέγχου των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή των θυγατρικών με αυτά επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων που υπάγονται σε αυτόν, με άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, νοουμένου ότι οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 41Η:
(δ) για τη λήψη μέτρων εξυγίανσης, την παύση της Επιτροπείας ή οποιουδήποτε αξιωματούχου και τον διορισμό εκκαθαριστού εγγεγραμμένων εταιρειών που ασκούν εργασίες συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος·
(ε) για τη, για σκοπούς ενοποιημένης εποπτείας, εποπτεία των εγγεγραμμένων εταιρειών που εντάσσονται στον Κεντρικό Φορέα κατά τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 41Ζ·
(στ) για την εκτέλεση οποιωνδήποτε άλλων καθηκόντων του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο.
(2) Χωρίς περιορισμό οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας ή εξουσίας του Εφόρου που προβλέπεται στη συνεργατική νομοθεσία, ο Έφορος-
(α) Χορηγεί, αναστέλλει ή ανακαλεί άδειες λειτουργίας·
(β) διενεργεί ελέγχους, συλλέγει πληροφορίες αναφορικά με τις εργασίες ή την οργανωτική διάρθρωση ή την οικονομική επάρκεια ή την ρευστότητα των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και αναφορικά με την τήρηση από τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα των αρχών που εκάστοτε καθορίζονται σχετικά με την νομισματική πολιτική ή οποιοδήποτε άλλο θέμα που αφορά την προληπτική εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων·
(γ) επιβάλλει τις κατά τον παρόντα Νόμο προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις·
(δ) συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες δημόσιες αρχές στη Δημοκρατία και με αρμόδιες εποπτικές αρχές κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας αναφορικά με τις εργασίες ή την οικονομική επάρκεια ή την ρευστότητα των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ελέγχει κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο ή των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν το δικαίωμα εγκατάστασής τους ή παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών στη Δημοκρατία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 41Γ και, προς το σκοπό αυτό συνάπτει πρωτόκολλα συνεργασίας με οποιαδήποτε τέτοια αρχή·
(ε) γνωστοποιεί τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες για λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα που πρόκειται να εγκατασταθεί στη Δημοκρατία, διεξάγει τις εργασίες του·
(στ) συνεργάζεται με την Κεντρική Τράπεζα με σκοπό την αποτελεσματική εφαρμογή από τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα των ρυθμίσεων που αφορούν την νομισματική πολιτική·
(ζ) λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 5Α· και
(η) είναι αρμόδιος για κάθε άλλη ενέργεια, η οποία κατά τη συνεργατική νομοθεσία ή οποιαδήποτε ισχύουσα στη Δημοκρατία πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφορά θέμα, το οποίο εμπίπτει στις κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιότητες του Εφόρου.
(3) Χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας ή εξουσίας του Εφόρου, ο Έφορος δύναται να ασκήσει ενοποιημένη εποπτεία, υπό τη μορφή που ο ίδιος ήθελε κρίνει αναγκαία σε περίπτωση συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων που διεξάγουν εργασίες στην Δημοκρατία δυνάμει του παρόντος Νόμου, κατά την οποία-
(α) Συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά την κρίση του Εφόρου, σημαντική επιρροή επί ενός ή περισσότερων συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών που κατά κύριο λόγο ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς όμως να διαθέτει οποιοδήποτε ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιό τους ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό ΅ε αυτά·
(β) δύο ή περισσότερα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα ή συνεργατικές εταιρείες που κατά κύριο λόγο ασκούν εργασίες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με εργασίες συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού.
(4)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 41Ι, καθώς και οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας ή εξουσίας του Εφόρου, ο Έφορος ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματος, της μητρικής του εταιρείας και οποιασδήποτε θυγατρικής της μητρικής του εταιρείας.
(β) ο Έφορος απαιτεί από τα συνεργατικά πιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, έτσι ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται ΅ε τις πιο πάνω εταιρείες:
(γ) όταν οι προαναφερθείσες συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματός, ο Έφορος λα΅βάνει τα κατάλληλα μέτρα.
(5) Σε περίπτωση συνεργατικού πιστωτικού ιδρύματός, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει συσταθεί σε τρίτη χώρα, ενώ δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, κατά τις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4), ο Έφορος ελέγχει κατά πόσον το συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα αυτό υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από την αρμόδια εποπτική αρχή της εν λόγω τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στο παρόν άρθρα:
(6) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση σε σχέση με τα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθεσιών, κανονισμών, Θεσμών, διαταγμάτων, αποφάσεων και οδηγιών που υιοθετούνται δυνάμει των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Προς το σκοπό αυτό, συνεργάζεται με την Κεντρική Τράπεζα, η οποία τον ενημερώνει σε σχέση με τα θέματα που εξετάζονται από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, και αξιολογεί δεόντως τις μη-δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις της Επιτροπής αυτής.
(7) Ο Έφορος, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, εξετάζει δεόντως την ενδεχόμενη επίδραση των αποφάσεών του επί της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος σε όλα τα άλλα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, ειδικότερα σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, βασιζόμενος στις διαθέσιμες πληροφορίες κατά τον ουσιώδη χρόνο.