7.-(1) Προς τον σκοπόν διερευνήσεως κατά πόσον οιονδήποτε πρόσωπον, εις δείγμα εκπνοής του οποίου εγένετο προκαταρκτική εξέτασις, έχει διαπράξει αδίκημα κατά παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 5, οιοσδήποτε αστυνομικός δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου ως και των διατάξεων του άρθρου 9, να ζητήση παρά του προσώπου τούτου όπως παράσχη δύο δείγματα εκπνοής διά τελικήν εξέτασιν μετά παρέλευσιν δέκα τουλάχιστον λεπτών της ώρας από της χρονικής στιγμής κατά την οποίαν είχε παρασχεθή το δείγμα εκπνοής διά την προκαταρκτικήν εξέτασιν:
(2) Η παραχώρησις δείγματος εκπνοής, συμφώνως προς τας διατάξεις του εδαφίου (1), δέον όπως γίνεται εις τον πλησιέστερον χώρον όπου υπάρχει ο αναγκαίος προς τούτο τεχνικός εξοπλισμός.
(3) Εάν κατά την τελικήν εξέτασιν των δύο δειγμάτων εκπνοής των παραχωρηθέντων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου προκύψωσι διάφοροι ενδείξεις περί της ποσότητος αλκοόλης εις την παραχωρηθείσαν εκπνοήν, λαμβάνεται υπ’ όψιν διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου η χαμηλοτέρα ένδειξις.
(4) Πας όστις, άνευ ευλόγου αιτίας, αρνείται ή αποφεύγει όπως μεταβή εις τον χώρον όπου υπάρχει ο αναγκαίος τεχνικός εξοπλισμός προς διενέργειαν τελικής εξετάσεως ή αρνείται ή αποφεύγει δι’ οιουδήποτε τρόπου να παράσχη δείγμα εκπνοής όταν τούτο ζητηθή παρ’ αυτού δυνάμει του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος αδικήματος.
(5) Εις περίπτωσιν καθ’ ην αστυνομικός ζητεί παρ’ οιουδήποτε προσώπου όπως παράσχη δείγμα εκπνοής δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ούτος υποχρεούται όπως επιστήση την προσοχήν του τοιούτου προσώπου ότι η άρνησις ή αποφυγή παραχωρήσεως του ζητηθέντος δείγματος δυνατόν να συνιστά ποινικόν αδίκημα.