ΠΙΝΑΚΑΣ
(Άρθρο 27)
Έρευνα πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Το Συμβούλιο ορίζει το ταχύτερο ένα από τα μέλη του, ή έναν εγγεγραμμένο γεωπόνο ή γεωπόνο εξ επαγγέλματος που διακρίνεται για το ήθος και το ενδιαφέρον του για την εξύψωση του γεωπονικού επαγγέλματος και που έχει πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, για διεξαγωγή έρευνας. Το πρόσωπο που ορίζεται για τη διεξαγωγή της έρευνας καλείται Ερευνών Λειτουργός. Το Συμβούλιο μπορεί και αυτεπάγγελτα να προχωρήσει σε έρευνα, ορίζοντας για το σκοπό αυτό ένα από τα μέλη του ως «Ερευνώντα Λειτουργό».
2. Η έρευνα διεξάγεται από τον «Ερευνώντα Λειτουργό» το γρηγορότερο και οπωσδήποτε συμπληρώνεται το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες από την ημερομηνία της εντολής, με δυνατότητα εύλογης παράτασης που δίδεται από το Συμβούλιο εάν θεωρηθεί αναγκαίο.
3. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, ο «Ερευνών Λειτουργός» έχει εξουσία να εκδίδει κλήσεις, να ακούει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει γραπτές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο που μπορεί να γνωρίζει οτιδήποτε για τα γεγονότα της υπόθεσης, και κάθε τέτοιο πρόσωπο οφείλει να δώσει κάθε πληροφορία που περιήλθε σε γνώση του και να υπογράφει, αφού διαβαστεί από αυτόν οποιαδήποτε κατάθεση που δόθηκε κατ' αυτό τον τρόπο, να καλεί και εξετάζει το πρόσωπο εναντίον του οποίου διεξάγεται έρευνα, να απαιτήσει προσαγωγή εγγράφων, να προβεί σε διενέργεια αυτοψίας.
4. Ο γεωπόνος ή γεωπόνος εξ επαγγέλματος δικαιούται να γνωρίζει το εναντίον του ερευνώμενο πειθαρχικό παράπτωμα. Για το σκοπό αυτό, παραδίδεται ιδιοχείρως από τον «Ερευνώντα Λειτουργό» στο πρόσωπο εναντίον του οποίου διεξάγεται έρευνα, σχετική ειδοποίηση αναφορικά με την έναρξη πειθαρχικής έρευνας στην οποία αναγράφεται το υπό έρευνα πειθαρχικό παράπτωμα. Αντίγραφο της εν λόγω ειδοποίησης επιστρέφεται στον «Ερευνώντα Λειτουργό», αφού το υπό έρευνα πρόσωπο υπογράψει βεβαίωση παραλαβής της. Στο πρόσωπο εναντίον του οποίου διεξάγεται έρευνα παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε σχετικών εγγράφων, καθώς και η ευκαιρία να δώσει γραπτή κατάθεση και /ή να ακουστεί. Η μη προσέλευση αυτού μετά που καλείται ή η άρνησή του να δώσει κατάθεση, δεν εμποδίζει τη συνέχιση της έρευνας.
5. Κάθε πρόσωπο το οποίο, ενώ καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του «Ερευνώντα Λειτουργού» ή του Συμβουλίου, παραλείπει, άνευ ευλόγου αιτίας, να προσέλθει κατά το χρόνο και στον τόπο που αναφέρεται σε σχετική κλήση που εκδίδεται και επιδίδεται σ' αυτόν, ή αρνείται να απαντήσει σ' οποιαδήποτε ερώτηση που νόμιμα τίθεται σ' αυτόν, ή να παρουσιάσει έγγραφο, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις £200 (διακόσιες λίρες).
6. Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, ο «Ερευνών Λειτουργός» υποβάλλει το πόρισμά του πλήρως αιτιολογημένο στο Συμβούλιο, αφού συνυποβάλει όλα τα σχετικά έγγραφα, σε περίπτωση δε που κρίνει ότι μπορεί να διατυπωθεί κατηγορία, προβαίνει στη διατύπωση του κατηγορητηρίου.
7. Το Συμβούλιο εξετάζει με όλη τη δυνατή ταχύτητα το ζήτημα.
(α) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ορίζει τον τόπο, την ημέρα και ώρα συνεδρίασης του Συμβουλίου για την εκδίκαση της υπόθεσης και επιδίδει στον πειθαρχικά διωκόμενο έγκαιρα (τουλάχιστο δέκα μέρες προηγουμένως) κλήση για να εμφανιστεί ενώπιον του Συμβουλίου. Η κλήση επιδίδεται στον πειθαρχικά διωκόμενο, ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, με ιδιόχειρη παράδοση αυτής. Στη συνέχεια, τα πρόσωπα στα οποία επιδίδεται υπογράφουν βεβαίωση της παραλαβής σε αντίγραφο της κλήσης, η οποία επιστρέφεται στο Συμβούλιο.
(β) Η εν λόγω κλήση θα καθορίζει συνοπτικά την κατηγορία και θα καλεί τον πειθαρχικά διωκόμενο να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου αυτοπροσώπως ή/και με δικηγόρο στο χρόνο και τόπο που καθορίζει.
8. Ο πειθαρχικά διωκόμενος δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και μπορεί να αντιπροσωπευτεί με δικηγόρο της εκλογής του.
9. Στον πειθαρχικά διωκόμενο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων, της έκθεσης και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων.
10. Η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατό, κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης, που εκδικάζεται συνοπτικά.
11. Ο «Ερευνών Λειτουργός» δεν μπορεί να συμμετέχει στο Συμβούλιο που εκδικάζει την υπόθεση.
12. Το Συμβούλιο έχει εξουσίες-
(i) Να καλέσει και απαιτήσει την προσέλευση μαρτύρων και του πειθαρχικά διωκόμενου, όπως γίνεται σε δίκες που διεξάγονται συνοπτικά·
(ii) να απαιτήσει προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία·
(iii) να αποδεχτεί οποιαδήποτε μαρτυρία, έγγραφη ή προφορική, έστω και αν αυτή δε θα γινόταν δεκτή σε πολιτική ή ποινική διαδικασία·
(iv) να διενεργήσει αυτοψία·
(ν) να αναβάλλει την ακρόαση, νοουμένου ότι αυτή προχωρεί το ταχύτερο δυνατό.
13. Κατά την ακρόαση τηρούνται τα πρακτικά της διαδικασίας.
14. Αν ο πειθαρχικά διωκόμενος δεν εμφανισθεί κατά την ορισθείσα από το Συμβούλιο ημερομηνία για την ακρόαση της υπόθεσης, αφού αποδειχθεί ότι του έχει επιδοθεί η κλήση, το Συμβούλιο ορίζει άλλη ημερομηνία για την ακρόαση της υπόθεσης, την οποία φροντίζει να κοινοποιήσει σ' αυτόν. Σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί και πάλι, η ακρόαση διεξάγεται στην απουσία του:
15. Το Συμβούλιο, με αιτιολογημένη απόφασή του, μπορεί να βρει τον πειθαρχικά διωκόμενο ένοχο όλων των παραπτωμάτων, ή για οποιοδήποτε από αυτά για τα οποία κατηγορείται ή για οποιοδήποτε άλλο παράπτωμα ήθελε αποδειχτεί από την ενώπιον του μαρτυρία, και να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις πειθαρχικές ποινές ή να απαλλάξει αυτόν από την κατηγορία:
16. Κάθε απόφαση υπογράφεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου.