Με όρους αναβολή επιβολής ποινής

8.-(1) Όταν πρόσωπο καταδικάζεται για οποιοδήποτε αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση, εκτός φόνου εκ προμελέτης, και πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2), το Δικαστήριο το οποίο έχει καταδικάσει το εν λόγω πρόσωπο δύναται να το απολύσει δυνάμει του άρθρου 33 του Ποινικού Κώδικα, για να παρασχεθεί σ’ αυτόν η ευκαιρία να συμμορφωθεί με τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (3) τους οποίους το Δικαστήριο επέβαλε ως προϋπόθεση είτε για να μην επιβληθεί ποινή σε μελλοντική συνεδρία του Δικαστηρίου είτε για να μην κληθεί να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ο καταδικασθείς για επιβολή ποινής.

(2) Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) είναι:

(α) Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί με βάση γραπτή ή προφορική ιατρική γνωμάτευση ότι ο καταδικασθείς είναι τοξικομανής και ότι ο εθισμός του είναι της μορφής και του βαθμού που καθιστούν αναγκαία την έγκαιρη παρακολούθηση και παροχή κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής για απάμβλυνση και πρόληψη επιδείνωσης της κατάστασης του, και

(β) αν το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της φύσης του αδικήματος, του χαρακτήρα και του ιστορικού του καταδικασθέντος καθώς επίσης και άλλους τρόπους μεταχείρισης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δικαιολογείται η εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου (1),

(γ) αν ο καταδικασθείς είναι διατεθειμένος να αποδεχθεί τους όρους τους οποίους το Δικαστήριο προτίθεται να επιβάλει ως προϋπόθεση για εφαρμογή των προνοιών του εδαφίου (1).

(3) Οι όροι οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (1) είναι ότι ο καταδικασθείς-

(α) Θα παρουσιαστεί στο κέντρο το οποίο υπέδειξε το Δικαστήριο,

(β) θα παραμείνει στο εν λόγω κέντρο, και θα δεχτεί να υποβληθεί σε εξέταση, παρακολούθηση και θεραπεία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του εδαφίου (4),

(γ) θα τηρεί πιστά τις οδηγίες και τους όρους που επιβάλλει ο υπεύθυνος του κέντρου.

(4) Η εξέταση, παρακολούθηση και θεραπεία που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3) γίνεται ως ακολούθως:

(α) Ο καταδικασθείς παρουσιάζεται στο κέντρο το οποίο υπέδειξε το Δικαστήριο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την απόλυση του υπό όρους σύμφωνα με το εδάφιο (1), όπου και κρατείται για περίοδο οκτώ ημερών για εξέταση, παρακολούθηση και εκτίμηση της κατάστασης του και τον υπολογισμό της διάρκειας της περιόδου και τρόπου θεραπείας.

(β) Ο καταδικασθείς παραμένει στο εν λόγω κέντρο, εφόσον η παραμονή του παρατείνεται με έγκριση του Δικαστηρίου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες και με βάση έκθεση του υπεύθυνου του κέντρου στο οποίο παρέχεται η περίθαλψη και θεραπεία.

(γ) Η περίοδος των τριών μηνών που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο δύναται να παρατείνεται από το Δικαστήριο κάθε τρεις μήνες αν κατά τη γνώμη του υπεύθυνου του κέντρου στο οποίο παρέχεται η περίθαλψη και θεραπεία, η παράταση της περιόδου ενδείκνυται για ολοκλήρωση της θεραπείας, νοουμένου ότι το σύνολο της κράτησης για θεραπεία και περίθαλψη δε θα υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις μήνες.

(5) Ο υπεύθυνος του κέντρου στο οποίο παρέχεται περίθαλψη δύναται να επιτρέψει την έξοδο και παραμονή του καταδικασθέντος εκτός του κέντρου υπό όρους τους οποίους θα περιλάβει στην άδεια.

(6) Παράβαση των όρων εξόδου αποτελεί αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση έξι μηνών ή με πρόστιμο πεντακόσιων λιρών ή και με τις δύο ποινές. Το Δικαστήριο δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο να καλέσει τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί ενώπιον του για επιβολή ποινής για το αδίκημα για το οποίο έχει αρχικά καταδικαστεί και για το οποίο η επιβολή ποινής έχει αναβληθεί.

(7) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου υπεύθυνος καθορισμένου κέντρου περιλαμβάνει το γιατρό ο οποίος είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση και θεραπεία του καταδικασθέντος.

(8) Οι πρόνοιες του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις όπου αδίκημα που διαπράχθηκε είναι αδίκημα διακίνησης ναρκωτικών με την έννοια του περί Δήμευσης Εσόδων από Παράνομη Διακίνηση Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου και για το οποίο το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου διάταγμα δήμευσης ή να επιβάλει πρόστιμο ανάλογο με τα οφέλη που δυνατόν ο καταδικασθείς να έχει αποκομίσει από διακίνηση ναρκωτικών.