Παράβαση όρων του διατάγματος κηδεμονίας

8.-(1) Οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της περιόδου κηδεμονίας κριθεί κατόπιν πληροφορίας που τίθεται ενώπιον δικαστή του δικαστηρίου επιτήρησης ότι ο κηδεμονευόμενος παρέλειψε να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε από τους όρους του διατάγματος ή τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, ο δικαστής δύναται να εκδώσει κλήση με την οποία να καλείται ο κηδεμονευόμενος να εμφανιστεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου στον τόπο και κατά το χρόνο που καθορίζονται σε αυτή ή ένταλμα για τη σύλληψη του, αν η πληροφορία που τέθηκε ενώπιον του δικαστή είναι γραπτή και ενόρκως επιβεβαιωμένη.

(2) Αν το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ο κηδεμονευόμενος εμφανίζεται ή προσάγεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού ικανοποιηθεί ότι ο κηδεμονευόμενος παρέλειψε να συμμορφωθεί με οποιοδήποτε από τους όρους του διατάγματος κηδεμονίας ή τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7, τότε το δικαστήριο, χωρίς να επηρεάζεται η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος κηδεμονίας, δύναται να επιβάλει στον κηδεμονευόμενο πρόστιμο που να μην υπερβαίνει τις πενήντα λίρες ή, ανεξάρτητα αν το διάταγμα εκδόθηκε από δικαστήριο συνοπτικής διαδικασίας ή από κακουργιοδικείο, να ακυρώσει το διάταγμα και να μεταχειριστεί, μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του, τον κηδεμονευόμενο, σχετικά με το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα κηδεμονίας, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο θα είχε την αρμοδιότητα να τον μεταχειριστεί, αν τον είχε μόλις καταδικάσει για το πιο πάνω αδίκημα.

(3) Πρόστιμο που επιβάλλεται με βάση το άρθρο αυτό για την παράλειψη συμμόρφωσης με τους όρους διατάγματος κηδεμονίας θεωρείται για τους σκοπούς οποιουδήποτε άλλου νόμου πρόστιμο το οποίο επιδικάστηκε κατόπιν καταδίκης.