7.-(1) Η πληρωμή του εξώδικου προστίμου γίνεται-
(α) όταν η έκδοση της ειδοποίησης γίνεται από αστυνομικό-
(i) στις περιπτώσεις που το αδίκημα διαπράττεται κατά παράβαση των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, στα γραφεία του οικείου Δήμου ή Κοινοτικού Συμβουλίου μέσα στα όρια των οποίων το αδίκημα έχει διαπραχθεί, όπως αναφέρεται στην ειδοποίηση, και
(ii) στις περιπτώσεις που το αδίκημα διαπράττεται κατά παράβαση οποιουδήποτε άλλου νόμου, στον αστυνομικό σταθμό που αναφέρεται στην ειδοποίηση.
(β) Στο δήμο που αναφέρεται στην ειδοποίηση, στις περιπτώσεις που το αδίκημα έχει διαπραχθεί μέσα στα όρια του δήμου και η έκδοση έγινε από τροχονόμο ή άλλο εκπρόσωπο του δήμου.
(γ) Στο γραφείο του οικείου συμβουλίου βελτιώσεως ή του επάρχου στις περιπτώσεις που το αδίκημα έχει διαπραχθεί μέσα στα όρια του συμβουλίου βελτιώσεως ή της επαρχίας και η ειδοποίηση εκδόθηκε από τον έπαρχο ή άλλο λειτουργό αρμόδιο για την εφαρμογή των νόμων και των διοικητικών πράξεων που περιλαμβάνονται στους πίνακες ή από τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους του επάρχου ή του λειτουργού.
(2) Τα ποσά που καταβάλλονται για οποιοδήποτε αδίκημα, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, λογίζονται ως πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε κατόπιν καταδίκης για το εν λόγω αδίκημα.
(3) Ο υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού ή του γραφείου του οικείου δήμου, του συμβουλίου βελτιώσεως ή του επάρχου, όπου γίνεται η πληρωμή του εξώδικου προστίμου, εκδίδει σε καθορισμένο τύπο πιστοποιητικό για την πληρωμή αυτή, το οποίο υπογράφει και το οποίο ακολούθως σε τυχόν ποινική διαδικασία, θεωρείται επαρκής απόδειξη της πληρωμής του εξώδικου προστίμου και της εξώδικης ρύθμισης του αδικήματος.