Άδεια λειτουργίας

4.- (1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10Α, πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να λάβει άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα πριν την έναρξη των δραστηριοτήτων του στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό από τη Δημοκρατία.

(β)(i) Τηρουμένων των διατάξεων του Μέρους IV, άδεια λειτουργίας εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα μόνο σε νομικό πρόσωπο που συστάθηκε στη Δημοκρατία δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου ή του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ή σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα δυνάμει ανάλογης νομοθεσίας της χώρας αυτής·

(ii) Πιστωτικό ίδρυμα που συστάθηκε στη Δημοκρατία οφείλει να έχει την καταστατική του έδρα καθώς και την έδρα της κεντρικής του διοίκησης  στη Δημοκρατία·

(iii) Πιστωτικά ιδρύματα εκτός εκείνων που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii), έχουν την έδρα της κεντρικής τους διοίκησης στο κράτος-μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο διεξάγουν πράγματι τις εργασίες τους.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν το πιστωτικό ίδρυμα της έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει την ταυτότητα των μετόχων ή μελών, είτε άμεσων είτε έμμεσων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό αυτών των συμμετοχών ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ειδικές συμμετοχές, των είκοσι (20) μεγαλύτερων μετόχων ή μελών.

Για να καθοριστεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 του εν λόγω Νόμου.

Η Κεντρική Τράπεζα δε λαμβάνει υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές τις οποίες τυχόν κατέχουν πιστωτικά ιδρύματα, ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του Μέρους Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου όπως διορθώθηκε, υπό τον όρο ότι τα δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(δ) Τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου 17A και του άρθρου 17B, η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών, ιδίως όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 17A εδάφιο (1).

(ε) Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν τη σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(στ) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της.

(ζ) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που ζητεί, ώστε να δύναται να παρακολουθεί σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

(2)(α) Αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας υποβάλλεται, από ή εκ μέρους του αιτητή, στην Κεντρική Τράπεζα και συνοδεύεται από το πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο περιγράφει τα είδη των προβλεπόμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα και πληροφορίες που δυνατό να απαιτήσει η Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος, όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια ή όταν το αρχικό του κεφάλαιο είναι μικρότερο από πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000).

(γ) Το αρχικό κεφάλαιο αποτελείται από  ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που αναφέρονται στο Άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(δ) Η Κεντρική Τράπεζα έχει τη δυνατότητα να χορηγεί άδεια σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1), εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

(i) το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ (€1.000.000),

(ii) η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής.

(2Α)(α) Η Κεντρική Τράπεζα χορηγεί άδεια έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα κατευθύνουν αποτελεσματικά τις εργασίες του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας εάν -

(i) τα μέλη του διοικητικού οργάνου, δεν έχουν καλή φήμη και επαρκείς γνώσεις, προσόντα και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

(ii) η συνολική σύνθεση του διοικητικού οργάνου δεν αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών, και

(iii) τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην περί της Αξιολόγησης της Ικανότητας και Καταλληλότητας Μελών του Διοικητικού Οργάνου και των Διευθυντών των Αδειοδοτημένων Πιστωτικών Ιδρυμάτων Οδηγία του 2014.

(3)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αρνείται τη χορήγηση άδειας έναρξης δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος ενημερώνει γραπτώς τον αιτούντα για την απόφασή της καθώς και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή  εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης ή εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, εντός έξι (6) μηνών από την παραλαβή όλων των πληροφοριών που απαιτούνται για την λήψη απόφασης.

(β) Σε κάθε περίπτωση, εκδίδεται απόφαση χορήγησης ή άρνησης άδειας λειτουργίας εντός   δώδεκα (12) μηνών από την παραλαβή της αίτησης.

(4)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3) η Κεντρική Τράπεζα δύναται, να τροποποιεί ή να ανακαλεί οποτεδήποτε, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, οποιουσδήποτε όρους που έχουν επιβληθεί σε χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας, ή να επιβάλλει οποιουσδήποτε νέους όρους σε αυτή.

(β) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1), (2), (2Α) και (5), η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει με οδηγία της τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας τις οποίες κοινοποιεί στην ΕΑΤ.

(5) Η Κεντρική Τράπεζα δεν εξετάζει την αίτηση για άδεια λειτουργίας βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(6)(α) Πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας δύναται να παραδώσει την άδεια λειτουργίας του με γραπτή ειδοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα.

(β) Η παράδοση ισχύει από την ημερομηνία της ειδοποίησης ή αν σε αυτή καθορίζεται μεταγενέστερη ημερομηνία ισχύει η ημερομηνία εκείνη και όπου καθορίζεται μεταγενέστερη ημερομηνία στην ειδοποίηση, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται με νέα γραπτή ειδοποίηση προς την Κεντρική Τράπεζα να καθορίσει ενωρίτερη ημερομηνία παράδοσης, η οποία δεν μπορεί να είναι ενωρίτερα από την ημερομηνία της αρχικής ειδοποίησής της.

(γ) Η παράδοση άδειας λειτουργίας είναι ανέκκλητη εκτός εάν ρητά καθορίζεται ότι θα ισχύσει σε μεταγενέστερη ημερομηνία και πριν την ημερομηνία εκείνη η Κεντρική Τράπεζα με γραπτή ειδοποίησή της προς το πιστωτικό ίδρυμα επιστρέψει την ανάκλησή της.

(7)  Η πολιτική σε ότι αφορά την αίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 41.

(8) Η Κεντρική Τράπεζα ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους-μέλους, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας όταν το πιστωτικό ίδρυμα -

(i) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος ή

(ii) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος ή

(iii) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος-μέλος.

(9) Η Κεντρική Τράπεζα προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του οικείου κράτους-μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ΕΠΕΥ,  όπου το πιστωτικό ίδρυμα-

(α) Είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή Ε.Π.Ε.Υ. με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ΕΠΕΥ με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ασφαλιστική επιχείρηση ή ΕΠΕΥ με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα και οι σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (8) και (9) διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μετόχων, καθώς και της φήμης και της εμπειρίας των μελών του διοικητικού οργάνου που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου, και ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και τη φήμη και εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου,  που είναι σχετική για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.

(11)(α) Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, στην ΕΑΤ η οποία τις δημοσιεύει με κατάρτιση καταλόγου στην ιστοσελίδα της.

(α1) Όταν η Κεντρική Τράπεζα γνωστοποιεί, σύμφωνα με την παράγραφο (α), στην ΕΑΤ τις άδειες λειτουργίας που χορηγεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), δηλώνει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων στο οποίο είναι μέλος το ΑΠΙ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή για την ενοποιημένη εποπτεία, παρέχει στις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο ΑΠΙ σύμφωνα με τις παραγράφους (ε), (στ) και (ζ) του εδαφίου (1) του  παρόντος άρθρου, τα εδάφια (2), (3) και (5) του άρθρου 19, το άρθρο 19ΣΤ και το άρθρο 30Β του παρόντος Νόμου και την Οδηγία Διακυβέρνησης, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου καθώς και τη διακυβέρνησή του.

(γ) Ο κατάλογος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει τις επωνυμίες των ΑΠΙ που συστάθηκαν στην Δημοκρατία που δεν διαθέτουν το κεφάλαιο που καθορίζεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) και καθορίζει τα εν λόγω ΑΠΙ ως τέτοια.

(12)(α) Η Κεντρική Τράπεζα όταν ενεργεί ως αρμόδια αρχή κράτους-μέλους υποδοχής δεν απαιτεί άδεια λειτουργίας ή προικώο κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη-μέλη.

(β) Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 6, της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Α, των εδαφίων (4) και (5) του άρθρου 10Α, του εδαφίου (1) και της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 10Β, των εδαφίων (1), (1Α), (2), (4) και (7) του άρθρου 10Γ, του εδαφίου (4) του άρθρου 10Γδις, των άρθρων 10Δ, 10Ε και 10ΣΤ, των εδαφίων (2), (3) και (5) του άρθρου 19, των εδαφίων (1) και (1Β) του άρθρου 26,  του εδαφίου (2) του άρθρου 26Γ, του εδαφίου (1) του άρθρου 26Δ και του άρθρου 30Β.