Ειδική εκκαθάριση τράπεζας

33Βδις.-(1) Ανεξάρτητα από την αίτηση που υποβάλλεται από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει του άρθρου 33Β, η Κεντρική Τράπεζα καταχωρεί αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης τράπεζας και διορισμό ειδικού εκκαθαριστή ως το εδάφιο (2) στις περιπτώσεις όπου -

(α) Έχει ανακληθεί άδεια τράπεζας δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 ή δυνάμει του άρθρου 4Α ή έχει παραδοθεί άδεια τράπεζας δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 4∙ και

(β) η εν λόγω τράπεζα διατηρεί καταθέσεις που καλύπτονται από το Ταμείο Προστασίας Καταθέσεων όπως προβλέπεται από τον περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013∙ και

(γ) εφόσον η ειδική εκκαθάριση της εν λόγω τράπεζας εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον:

Νοείται ότι οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου εφαρμόζονται στο μέτρο που δεν αντίκεινται στις πρόνοιες του παρόντος άρθρου:

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του Μέρους XIII για την εκκαθάριση τράπεζας εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις ειδικής εκκαθάρισης, εκτός όπου έρχονται σε αντίθεση με τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου.

(2)(α) Το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα ως το εδάφιο (1), εφόσον πεισθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εν λόγω εδάφιο και διορίζει ειδικό εκκαθαριστή, κατόπιν σύστασης της Κεντρικής Τράπεζας και αφού ακούσει τις απόψεις της, άλλο από τον Επίσημο Παραλήπτη, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 229 του περί Εταιρειών Νόμου.

(β) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από το Δικαστήριο μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση κατ’ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Για σκοπούς καταχώρησης ένστασης ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντιδίκου ο λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που δύναται να τεθεί από το οικείο Δικαστήριο καθορίζεται σε διάστημα που δεν υπερβαίνει τις τρεις (3) ημέρες.

(γ) Στο εν λόγω διάταγμα αναφέρεται ότι ο ειδικός εκκαθαριστής υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας.

(3)(α) Ο ειδικός εκκαθαριστής επιλέγεται μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε τραπεζικά θέματα.

(β) Η αμοιβή του ειδικού εκκαθαριστή και τα έξοδα διαδικασίας καταβάλλονται από την υπό ειδική εκκαθάριση τράπεζα. Σε περίπτωση αδυναμίας της να καταβάλει το σύνολο ή μέρος της δαπάνης, η Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει τη σχετική υποχρέωση.

(4) Ο ειδικός εκκαθαριστής έχει -

(α) ως πρωταρχικό καθήκον, να συνεργάζεται με τη Διαχειριστική Επιτροπή του Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων και να διασφαλίζει, το συντομότερο δυνατό, την καταβολή σε καταθέτες αποζημιώσεων σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στον περί Σύστασης και Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς, και

(β) ως δευτερεύον καθήκον, να επιφέρει με τη διενέργεια ειδικής εκκαθάρισης τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για όλους τους πιστωτές της τράπεζας:

Νοείται ότι η επίτευξη του πρωταρχικού καθήκοντος του ειδικού εκκαθαριστή που προβλέπεται στην παράγραφο (α) υπερισχύει του καθήκοντός του που προβλέπεται στην παράγραφο (β), ο ειδικός εκκαθαριστής όμως έχει υποχρέωση να εργαστεί προς επίτευξη και των δύο καθηκόντων.

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των εξουσιών εκκαθαριστή ως αυτές διαλαμβάνονται στο άρθρο 233 του περί Εταιρειών Νόμου, ο ειδικός εκκαθαριστής έχει επιπρόσθετα προς αυτές και τις ακόλουθες εξουσίες:

(i) Να διατηρεί και να συνάπτει ασφαλιστικά συμβόλαια σε σχέση με τις εργασίες και τα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας,

(ii) να προβαίνει σε αναγκαίες, κατά τη κρίση του, ενέργειες προς ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας, και

(iii) να διενεργεί όλες τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, πληρωμές που είναι σχετικές με την επίτευξη των στόχων του και των εξουσιών του.

(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 233 του περί Εταιρειών Νόμου αναφορικά με την έγκριση του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης, ο ειδικός εκκαθαριστής ασκεί ή εκτελεί τις εξουσίες του μετά από έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας.

(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 259 του περί Εταιρειών Νόμου και χωρίς επηρεασμό της επιφύλαξης του εν λόγω άρθρου, οι αναφερόμενες σε αυτό εξουσίες ασκούνται ή εκτελούνται από τον ειδικό εκκαθαριστή υπό τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας.

(δ) Τα ανήκοντα στους πελάτες της τράπεζας χρηματοοικονομικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, που κατέχει άμεσα ή έμμεσα η τράπεζα, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της τράπεζας, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, καθώς και το περιεχόμενο των τραπεζικών θυρίδων, αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός αν -

(i) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή, ή

(ii) υφίσταται απαίτηση της τράπεζας κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

(6) Η Κεντρική Τράπεζα έχει υποχρέωση να διασφαλίζει ότι ο ειδικός εκκαθαριστής ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(7) Η Κεντρική Τράπεζα, μόλις καταστεί εφικτό, προβαίνει σε συστάσεις προς τον ειδικό εκκαθαριστή  αναφορικά με τους κατάλληλους τρόπους επίτευξης του πρωταρχικού του καθήκοντος ως αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) και ο ειδικός εκκαθαριστής έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με οποιεσδήποτε τέτοιες συστάσεις.

(8) Ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να υποβάλλει στην Κεντρική Τράπεζα, σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που αποφασίζεται από αυτή, έκθεση για οποιοδήποτε θέμα -

(α) Μετά από απαίτηση της Κεντρικής Τράπεζας, ή

(β) οποτεδήποτε ο ειδικός εκκαθαριστής θεωρεί αναγκαίο.

(9) Ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα σε σχέση με την πρόοδό του προς επίτευξη του πρωταρχικού του καθήκοντος, ως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) και ειδοποιεί γραπτώς την Κεντρική Τράπεζα, όταν κατά την κρίση του, το καθήκον αυτό έχει επιτευχθεί στην ολότητά του ή έως ένα σημείο το οποίο θεωρεί ως το πιο πρακτικά δυνατό.

(10) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν παραλάβει την ειδοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (9) -

(α) Αποφασίζει ότι το πρωταρχικό καθήκον του ειδικού εκκαθαριστή ως προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) έχει επιτευχθεί στην ολότητά του ή ως το πιο πρακτικά δυνατό σημείο, ή

(β) απευθύνεται στο Δικαστήριο αιτούμενη οδηγίες για την άσκηση των εξουσιών που της παρέχει το παρόν άρθρο.

(11) Σε περίπτωση που έχουν εφαρμοστεί μέτρα εξυγίανσης σε τράπεζα σύμφωνα με τον περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013, η ειδική εκκαθάριση της εν λόγω τράπεζας ολοκληρώνεται μόνο όταν η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων έχει ολοκληρωθεί.

(12) Σε περίπτωση κατά την οποία εκούσια εκκαθάριση τράπεζας έχει ήδη αρχίσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης όπως αναφέρεται στον παρόν άρθρο.

(13) Από την ημέρα έκδοσης του διατάγματος ειδικής εκκαθάρισης και διορισμού ειδικού εκκαθαριστή, ουδεμία αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της υπό εκκαθάρισης τράπεζας.

(14) Ο ειδικός εκκαθαριστής εκτελεί τα καθήκοντά του μέχρι-

(α) Να παραιτηθεί από αυτά με ειδοποίηση προς το Δικαστήριο και κοινοποίηση αυτής στην Κεντρική Τράπεζα, ή

(β) να απαλλαγεί από αυτά με διάταγμα Δικαστηρίου, κατόπιν σύστασης της Κεντρικής Τράπεζας.

(15) Ο ειδικός εκκαθαριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαρεία αμέλεια. Δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη για χρέη της υπό ειδική εκκαθάριση τράπεζας που γεννήθηκαν πριν από το διορισμό του.