Ενοποιημένη εφαρμογή και διαδικασία διαπίστωσης

32ΣΤ.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα προτού προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(β), (γ), (δ) ή (ε) του παρόντος Νόμου όσον αφορά κεφαλαιακά μέσα ή αναφερόμενες στο άρθρο 30(5) του Νόμου Εξυγίανσης επιλέξιμες υποχρεώσεις, για τους σκοπούς εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 25Ε του Νόμου Εξυγίανσης σε ατομική βάση ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία μέσα αναγνωρίζονται για σκοπούς τήρησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή σε ενοποιημένη βάση, τα οποία εκδόθηκαν από θυγατρική, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή εξυγίανσης, αποστέλλει γνωστοποίηση εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τη διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης-

(α) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας∙

(β) στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25Ε(3) του Νόμου Εξυγίανσης,  από την οντότητα που υπόκειται στο άρθρο 25Ε(1) και 25Ε(2) του Νόμου Εξυγίανσης∙

(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν εξετάζει εάν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ΑΠΙ ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 2Α(2)(α)(i), (ii) ή (iii), που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, εάν γίνει αυτή η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1)(β), (γ), (δ) ή (ε) όσον αφορά ΑΠΙ που συστάθηκε στη Δημοκρατία ή όμιλο με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία το ΑΠΙ ή ο όμιλος λειτουργεί.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα συνοδεύει την γνωστοποίηση που διενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) με επεξήγηση των λόγων για τους οποίους εξετάζει κατά πόσο θα προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.

(4) Όταν έχει πραγματοποιηθεί η γνωστοποίηση με βάση το εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες έγινε η γνωστοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1), αξιολογεί τα ακόλουθα ζητήματα:

(α) Εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 32Δ(1)·

(β) εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

(γ) εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε επαρκές χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη η διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1).

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4), ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 30Γ, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 30(1) ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.

(6) Εάν, βάσει του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η γνωστοποίηση, κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εν λόγω εδαφίου, διασφαλίζει ότι τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν.

(7) Όπου, στην περίπτωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η γνωστοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει κατά πόσο η υπό εξέταση διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32Δ(1), είναι κατάλληλη.

(8) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση που προβλέπεται στο άρθρο 32Δ(1)(γ), αποστέλλει αμελλητί γνωστοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 94(3) και (4) του Νόμου Εξυγίανσης. Ελλείψει κοινής απόφασης, δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει του άρθρου 32Δ(1)(Γ).