Ενοποιημένη εποπτεία

39.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ασκεί ενοποιημένη εποπτεία, η οποία καλύπτει την τράπεζα, όλες τις θυγατρικές και συνδεδεμένες εταιρείες της τράπεζας ή τις θυγατρικές εταιρείες της μητρικής εταιρείας, οι οποίες διεξάγουν τραπεζικές εργασίες ή άλλες εργασίες, που κατά κύριο λόγο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 13 και οποιαδήποτε μητρική εταιρεία οποιασδήποτε από τις πιο πάνω εταιρείες.  Για το σκοπό αυτό, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται  σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία ή τη μητρική της εταιρεία σε ενοποιημένη βάση και επιπρόσθετα εφαρμόζονται ξεχωριστά σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία εκείνες οι διατάξεις του παρόντος Νόμου που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει.

(2) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ορίσει ότι οποιαδήποτε από τις θυγατρικές εταιρείες τράπεζας και ή της μητρικής εταιρείας τράπεζας θα θεωρείται ή θα θεωρούνται ότι είναι τράπεζα για σκοπούς οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου που η Κεντρική Τράπεζα ήθελε ορίσει και η σχετική διάταξη ή διατάξεις θα εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε τέτοια εταιρεία είτε ξεχωριστά είτε πάνω σε ενοποιημένη βάση.

(3) Όπου η μητρική εταιρεία και οποιαδήποτε από τις θυγατρικές εταιρείες τράπεζας εποπτεύονται από άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές, η Κεντρική Τράπεζα θα ενεργεί βάσει του εδαφίου (2) έπειτα από συνεννόηση με τις αρχές αυτές.

(4) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (3), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να ασκήσει ενοποιημένη εποπτεία, υπό τη μορφή που η ίδια κρίνει αναγκαία σε περίπτωση, κατά την οποία-

(α) τράπεζα ασκεί, κατά την κρίση της Κεντρικής Τράπεζας, σημαντική επιρροή επί μίας ή περισσοτέρων τραπεζών η εταιρειών που, κατά κύριο λόγο, ασκούν δραστηριότητες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες, χωρίς όμως να διαθέτει οποιοδήποτε ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιό τους ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά·

(β) δύο ή περισσότερες τράπεζες ή εταιρείες που, κατά κύριο λόγο, ασκούν δραστηριότητες που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού:

Νοείται ότι, όταν η ενοποιημένη εποπτεία επιβάλλεται κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (7), οι επιχειρήσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών και οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνονται στην ενοποίηση στις ίδιες περιπτώσεις και με τις ίδιες μεθόδους όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 39Β και στο παρόν εδάφιο.

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 11, η Κεντρική Τράπεζα ασκεί γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται  μεταξύ της τράπεζας, της μητρικής της εταιρείας και οποιασδήποτε θυγατρικής της μητρικής της εταιρείας.

(β) η Κεντρική Τράπεζα απαιτεί από  τις τράπεζες να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τις πιο πάνω εταιρείες:

Νοείται ότι, οι τράπεζες γνωστοποιούν προς την Κεντρική Τράπεζα, εντός ενός μηνός από την πραγματοποίηση της συναλλαγής, οποιαδήποτε σημαντική συναλλαγή που πραγματοποιείται με τις εταιρείες αυτές.

(γ) όταν οι προαναφερθείσες συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση τράπεζας, η   Κεντρική  Τράπεζα λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα.

(6) Σε περίπτωση τράπεζας, η μητρική επιχείρηση  της οποίας είναι  τράπεζα ή εταιρεία, που ασκεί κατά κύριο λόγο εργασίες, οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τραπεζικές εργασίες ή σχετίζονται στενά με αυτές, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 13 και, η οποία έχει συσταθεί σε κράτος άλλο από κράτος μέλος, ενώ δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, κατά τις διατάξεις των εδαφίων (4) και (5), η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει κατά πόσον  η τράπεζα αυτή υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από την αρμόδια εποπτική αρχή της εν λόγω τρίτης χώρας, που είναι ισοδύναμη και υπόκειται στις αρχές, οι οποίες καθορίζονται στο παρόν άρθρο:

Νοείται ότι, για τον σκοπό αυτό, η  Κεντρική Τράπεζα διαβουλεύεται με τυχόν άλλες ενεχόμενες αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών μελών:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Κεντρική Τράπεζα, για σκοπούς ελέγχου, λαμβάνει υπόψη  τις γενικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τραπεζών, ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα ενοποιημένης εποπτείας των αρμόδιων εποπτικών αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζονται στο παρόν άρθρο σε σχέση με  τις τράπεζες, η μητρική εταιρεία των οποίων εδρεύει σε κράτος άλλο από κράτος μέλος:

Νοείται περαιτέρω ότι, ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας,  η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει στην τράπεζα αυτή, κατ' αναλογία,  τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(7)(α) Όταν η μητρική επιχείρηση τράπεζας είναι μητρική τράπεζα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε στην εν λόγω μητρική την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ή τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις των άλλων κρατών-μελών.

(β) Όταν η μητρική επιχείρηση τράπεζας είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε στην εν λόγω τράπεζα την άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 ή τις αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις των άλλων κρατών-μελών.

(γ) Στην περίπτωση κατά την οποία τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη-μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στη Δημοκρατία ή την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή της τράπεζας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη Δημοκρατία στην οποία συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών.

(δ) Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις τραπεζών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη-μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη-μέλη και εφόσον υπάρχει τράπεζα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη-μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα, εάν είναι η αρμόδια αρχή της τράπεζας με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.

(ε) Όταν πρόκειται για περισσότερες τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και όταν καμία από τις εν λόγω τράπεζες δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος-μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την Κεντρική Τράπεζα εάν χορήγησε την άδεια λειτουργίας στην τράπεζα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, η οποία, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, θεωρείται ως η τράπεζα η ελεγχόμενη από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(στ)  Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνει από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους (δ) και (ε) εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τις τράπεζες και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσει σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.  Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβει τέτοια απόφαση, η Κεντρική Τράπεζα παρέχει στο εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών στην εγκατεστημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην τράπεζα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή. Η Κεντρική Τράπεζα κοινοποιεί στην Επιτροπή τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

(8) Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και οι άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.

(9) Βάσει των ρυθμίσεων αυτών, δύνανται να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην Κεντρική Τράπεζα, σε περίπτωση που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.

(10)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, όταν είναι υπεύθυνη για τη χορήγηση άδειας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία είναι τράπεζα δύναται, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσει την εποπτική της αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.

(11)(α) Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής τράπεζας που έλαβε άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα δύνανται, με διμερή συμφωνία, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα με σκοπό η Κεντρική Τράπεζα να αναλάβει την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την Επιτροπή για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών.

(12) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία τραπεζών ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση επικοινωνεί όποτε είναι δυνατόν με την αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση επί μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν έχει ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα Νόμο τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή.

(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα, προτού λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα πιο κάτω θέματα, σε περίπτωση που η απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:

(i) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των τραπεζών ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών, και

(ii) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης κεφαλαιακής απαίτησης δυνάμει του άρθρου 136 της Οδηγίας αυτής και/ή δυνάμει της υποπαραγράφου (vi) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 του παρόντος Νόμου και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της εξελιγμένης μεθόδου μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια όπως ορίζεται σε οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας.

(β) Για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (ii) της παραγράφου (α), η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ζητεί πάντοτε τη γνώμη της αρμόδιας για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση αρχής.

Ωστόσο, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή στις αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικόοποίες τητα των αποφάσεών της. Στην περίπτωση αυτή, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει πάραυτα τις άλλες αρμόδιες αρχές.

(14) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αιτηθεί όπως η Επιτροπή υποβάλει προτάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής της αρχής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς-

(α) τις τράπεζες, η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα, ή

(β) τις τράπεζες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα και η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι τράπεζα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που εδρεύει σε κράτος-μέλος.

(15) Η Κεντρική Τράπεζα καταρτίζει κατάλογο των μητρικών χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών εγκατεστημένων στη  Δημοκρατία. Ο κατάλογος αυτός κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών-μελών και στην Επιτροπή.