Εποπτεία και επιθεώρηση από την Κεντρική Τράπεζα

26.-(1)(α) Η Κεντρική Τράπεζα έχει αρμοδιότητα να εποπτεύει τα πιστωτικά ιδρύματα προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.

(β) Την προληπτική εποπτεία επί των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένων και των βάσει του άρθρου 10Γ δραστηριοτήτων τους, ασκεί η Κεντρική Τράπεζα, ως η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης, τηρουμένων των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ που απονέμει αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

(γ) Η προληπτική εποπτεία πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στη Δημοκρατία  βάσει των άρθρων 10Α, 10Βδις και 10Γδις, τελεί υπό την ευθύνη των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου που αναθέτουν αρμοδιότητα στην Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους υποδοχής.

(δ) Την προληπτική εποπτεία υποκαταστημάτων ΑΠΙ τρίτων χωρών ασκεί η Κεντρική Τράπεζα με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.

(ε) Το παρόν εδάφιο δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με  τον παρόντα Νόμο και την Οδηγία 2013/36/ΕΕ.

(1Α) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τη χρήση των εποπτικών εργαλείων και των εποπτικών πρακτικών κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που υιοθετούνται βάσει της Οδηγίας 2013/36/EE και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Για το σκοπό αυτό, η Κεντρική Τράπεζα-

(α) ως μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), συνεργάζεται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ της και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

(β) συμμετέχει στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και κατά περίπτωση στα σώματα εποπτών,

(γ) καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να  ακολουθεί τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις της ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να ανταποκρίνονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010,

(δ) συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ,

(ε) εκτελεί τα καθήκοντα της, ως μέλος της ΕΑΤ, του ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση, ή βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ανεξάρτητα από τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του κυπριακού δικαίου.

(1Β) Η Κεντρική Τράπεζα, κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων της, εκτιμά δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκόμενων κρατών-μελών, και ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

(2) Κάθε ΑΠΙ οφείλει, όταν κληθεί από την Κεντρική Τράπεζα, να θέσει στη διάθεση δεόντως εξουσιοδοτημένου λειτουργού της Κεντρικής Τράπεζας για εξέταση τα ρευστά διαθέσιμα και άλλα στοιχεία ενεργητικού, βιβλία ή έγγραφα, αρχεία και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν τη χορήγηση δανείων και άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων καθώς επίσης και τις εκθέσεις που λαμβάνονται από το ΑΠΙ αναφορικά με τις εργασίες και την οικονομική κατάσταση των οφειλετών της:

Νοείται ότι ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να βοηθάται από δεόντως προσοντούχο πρόσωπο που κατονομάζεται για το σκοπό αυτό από την Κεντρική Τράπεζα και το οποίο θα υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις όσον αφορά την εμπιστευτικότητα όπως εκείνες που εφαρμόζονται στην περίπτωση λειτουργών της Κεντρικής Τράπεζας.

(3) Η Κεντρική Τράπεζα έχει εξουσία να απαιτεί όπως τα ΑΠΙ καταβάλλουν σε αυτήν όλα τα έξοδα, που σχετίζονται με την εποπτεία και επιθεώρηση τους σύμφωνα με οδηγίες της.

(4) Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, του εδαφίου (4) του άρθρου 3 και των άρθρων 24, 25 και 28, εκτός από εκείνες που δημοσιεύονται, θα τηρούνται απόρρητες και θα χρησιμοποιούνται μόνο για οποιοδήποτε από τους σκοπούς του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου ή του παρόντος Νόμου.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να χρησιμοποιεί οποιεσδήποτε από τις πληροφορίες που της παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου για τον καταρτισμό συγκεντρωτικών στατιστικών στοιχείων και τη δημοσίευση τους.

(6) Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που  παρατίθενται στο Παράρτημα ΙΙΙ, η Κεντρική Τράπεζα εξετάζει τις διευθετήσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, προκειμένου να  συμμορφωθούν προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί της Μακροπροληπτικής Εποπτείας των Ιδρυμάτων Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και αξιολογεί –

(α) κινδύνους στους οποίους τα ΑΠΙ έχουν εκτεθεί ή ενδέχεται να εκτεθούν,

(β) [Διαγράφηκε].

(γ) κινδύνους που αποκαλύπτονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΑΠΙ.

(7) Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (6)  καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και του περί Μακροπροληπτικής Εποπτείας Ιδρυμάτων Νόμου και των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει αυτών καθώς και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

(8) Βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στο εδάφιο (6), η Κεντρική Τράπεζα προσδιορίζει κατά πόσο οι διευθετήσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ΑΠΙ, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους, διασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.

(9)(α) Η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τη συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (6) λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ΑΠΙ, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

(β) Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση για τα ΑΠΙ που καλύπτονται από το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 26Ε.

(γ) Κατά τη διενέργεια της εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (6), η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με τα κριτήρια που δημοσιοποιούνται δυνάμει του άρθρου 26Α(1)(γ).

(9δις)(α) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να προσαρμόσει τις μεθοδολογίες για τη διενέργεια της εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρονται στο εδάφιο (6), προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη ΑΠΙ με παρόμοια χαρακτηριστικά κινδύνου, όπως παρόμοια επιχειρηματικά μοντέλα ή γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων∙ οι εξατομικευμένες μεθοδολογίες δύναται να περιλαμβάνουν δείκτες αναφοράς με γνώμονα τον κίνδυνο, καθώς και ποσοτικούς δείκτες, επιτρέπουν τη δέουσα συνεκτίμηση των ειδικών κινδύνων στους οποίους δύναται να εκτίθεται κάθε ΑΠΙ και δεν θίγουν τον ειδικό για κάθε ΑΠΙ χαρακτήρα των μέτρων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 30(1)(β)(vi), (vii), (viii), (ix) και (x), (η), (θ), (ι), (ια), (ιβ), (ιγ) και (ιδ) και (3)(α) έως (στ) και (4).

(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα χρησιμοποιεί εξατομικευμένες μεθοδολογίες σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, ενημερώνει την ΕΑΤ.

(9Α) Σε περίπτωση που από την εξέταση προκύπτει ότι ένα ΑΠΙ ενδέχεται να ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Κεντρική Τράπεζα, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της εξέτασης.

(9Β)(α) Σε περίπτωση που εξέταση, ιδίως η αξιολόγηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, του επιχειρηματικού μοντέλου ή των δραστηριοτήτων ενός ΑΠΙ, παρέχει στην Κεντρική Τράπεζα βάσιμους λόγους να εικάζει ότι, σε σχέση με το εν λόγω ΑΠΙ, διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος, η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει αμέσως την ΕΑΤ και την αρχή ή τον φορέα που εποπτεύει το ΑΠΙ σύμφωνα με τον περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμο και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τον εν λόγω Νόμο.

(β) Σε περίπτωση δυνητικού αυξημένου κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, η Κεντρική Τράπεζα και η αρχή ή ο φορέας που εποπτεύει το ΑΠΙ σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Νόμο και έχει αρμοδιότητα να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τον εν λόγω Νόμο έρχονται σε επαφή και κοινοποιούν αμέσως την κοινή τους εκτίμησή στην ΕΑΤ.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει καταλλήλως μέτρα σύμφωνα με τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικές διατάξεις.

(10)  Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από την Κεντρική Τράπεζα περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους∙ η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μέτρα στην περίπτωση ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από είκοσι τοις εκατόν (20%) των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, το μέγεθος της οποίας μεταβολής αποφασίζεται από την Κεντρική Τράπεζα και εφαρμόζεται εξ’ ίσου για όλα τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία.

(11) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να διενεργεί ελέγχους απαραίτητους για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ως προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, και προς τούτο δύναται να ζητεί, να ελέγχει και να συλλέγει πληροφορίες, να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έλεγχο ΑΠΙ και να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα τους:

Νοείται ότι ο έλεγχος και η συλλογή πληροφοριών, στα πλαίσια του παρόντος εδαφίου και η λήψη αντιγράφων ή αποσπασμάτων δεν εκτείνεται σε κείμενα που συνιστούν προσωπική αλληλογραφία ή επικοινωνία των υπαλλήλων ή και συνεργατών του υπό έλεγχο ΑΠΙ.

(12) Η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία, παρακολουθεί ότι αυτά δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για την αξιολόγηση της φερεγγυότητας μιας οντότητας ή ενός χρηματοοικονομικού μέσου.

(13)(α) Η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει, βάσει των πληροφοριών που της υποβάλλουν τα ΑΠΙ που συστάθηκαν στη Δημοκρατία σε σχέση με τα ανοίγματα ή τις θέσεις τους που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια αναφοράς σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 19Δ, το εύρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων ή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός του λειτουργικού κινδύνου, για τα ανοίγματα ή τις συναλλαγές του χαρτοφυλακίου αναφοράς που απορρέουν από τις εσωτερικές προσεγγίσεις των εν λόγω ΑΠΙ. Η Κεντρική Τράπεζα αξιολογεί τουλάχιστον κάθε χρόνο, την ποιότητα των προσεγγίσεων αυτών, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:

(i) Προσεγγίσεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα,

(ii) προσεγγίσεις με ιδιαίτερα υψηλή ή χαμηλή απόκλιση και επίσης προσεγγίσεις με σημαντική και συστηματική υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.

(β) Όταν συγκεκριμένα ΑΠΙ παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των ομολόγων τους ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στην προσέγγιση που οδηγεί σε μεγάλη απόκλιση των αποτελεσμάτων, η Κεντρική Τράπεζα ερευνά τα σχετικά αίτια και, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί σαφώς ότι η προσέγγιση ενός ΑΠΙ έχει ως αποτέλεσμα υποεκτίμηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές των υποκείμενων κινδύνων των ανοιγμάτων ή θέσεων, λαμβάνει διορθωτικά μέτρα.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις της σχετικά με την καταλληλότητα των διορθωτικών ενεργειών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) τηρούν την αρχή ότι τέτοιες ενέργειες είναι σύμφωνες με τους στόχους της εσωτερικής προσέγγισης και συνεπώς-

(i) δεν συνεπάγονται τυποποίηση ή προτιμώμενες μεθόδους,

(ii) δεν δημιουργούν εσφαλμένα κίνητρα, και

(iii) δεν προκαλούν αγελαία συμπεριφορά.

(14)(α) Η Κεντρική Τράπεζα παρακολουθεί τις εξελίξεις όσον αφορά το προφίλ κινδύνου ρευστότητας, όπως για παράδειγμα, τον σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει αποτελεσματική δράση όταν οι εξελίξεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) μπορεί να οδηγήσουν είτε σε αστάθεια μεμονωμένου πιστωτικού ιδρύματος είτε σε συστημική αστάθεια.

(γ) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει την ΕΑΤ για οποιεσδήποτε ενέργειες που αναλαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο (β).