6.-(1) Ο Υπουργός καταρτίζει κατάλογο ποικιλιών για καθένα ξεχωριστά από τα καθορισμένα είδη.
(2) Καμιά ποικιλία δεν αναγράφεται στον κατάλογο ποικιλιών, παρά μόνο αν διαπιστωθεί κατόπιν κατάλληλων ελέγχων και δοκιμών ότι είναι διακριτή, ομοιόμορφη και σταθερή και, αν έτσι απαιτείται σύμφωνα με τους Κανονισμούς, κατέχει ανώτερη καλλιεργητική αξία και χρήση από άλλες ποικιλίες του ίδιου είδους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο ποικιλιών και επιπλέον έχει καταβληθεί το καθορισμένο, για την εγγραφή, τέλος-
(α) Η ποικιλία θεωρείται ότι είναι διακριτή όταν μπορεί να διακρίνεται σαφώς, βάσει της εκδήλωσης των χαρακτηριστικών που προκύπτουν από ένα ιδιαίτερο γενότυπο ή συνδυασμό γενοτύπων, από κάθε άλλη ποικιλία η ύπαρξη της οποίας είναι κοινώς γνωστή.
(β) Η ποικιλία θεωρείται ομοιόμορφη εάν, πέραν της μεταβολής που είναι δυνατό να αναμένεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής της, είναι αρκετά ομοιόμορφη ως προς την εκδήλωση εκείνων των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στην εξέταση της διάκρισης, καθώς και όποιων άλλων χαρακτηριστικών χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της ποικιλίας.
(γ) Η ποικιλία θεωρείται σταθερή, εάν η εκδήλωση των χαρακτηριστικών τα οποία περιλαμβάνονται στην εξέταση της διάκρισης, καθώς και όποιων άλλων χαρακτηριστικών χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της ποικιλίας, παραμένει αναλλοίωτη μετά από επαναλαμβανόμενες αναπαραγωγές ή, σε περίπτωση συγκεκριμένου κύκλου αναπαραγωγής, κατά το τέλος κάθε κύκλου.
(3) Σε περίπτωση γενετικώς τροποποιημένης ποικιλίας, αυτή γίνεται αποδεκτή για εγγραφή, μόνο εάν ο Υπουργός είναι ικανοποιημένος ότι η ποικιλία είναι ασφαλής για την υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος.
(4) Μια ποικιλία που περιλαμβάνεται στον κοινό κατάλογο ποικιλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στον εθνικό κατάλογο ποικιλιών χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτης χώρας μπορεί να αναγραφεί στον κατάλογο ποικιλιών που καταρτίζεται με βάση το εδάφιο (1), δεδομένου ότι ο Υπουργός είναι ικανοποιημένος ότι είναι σκόπιμο να πράξει τούτο. Σε περίπτωση όμως που οι κανονισμοί προβλέπουν ότι μια ποικιλία πρέπει να κατέχει ανώτερη αξία από άλλες ποικιλίες του ίδιου είδους που περιλαμβάνεται στον κατάλογο ποικιλιών, τότε είναι απαραίτητο ο έλεγχος της ανώτερης αξίας της ποικιλίας να γίνεται στην Κύπρο, σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς που θα ρυθμίζουν τον καταρτισμό καταλόγου ποικιλιών.
(5) Όταν καταρτίζεται για πρώτη φορά ο κατάλογος ποικιλιών, εγγράφονται όλες οι μέχρι τότε καλλιεργούμενες στην επικράτεια της Δημοκρατίας ποικιλίες, αφού υποβληθούν τα απαραίτητα δικαιολογητικά και ο Υπουργός θεωρήσει σκόπιμο να πράξει τούτο. Μετά τη διεξαγωγή των αναγκαίων ελέγχων και δοκιμών μια ποικιλία διαγράφεται από τον κατάλογο ποικιλιών, εφόσον διαπιστωθεί ότι δεν είναι διακριτή, ομοιόμορφη και σταθερή σύμφωνα με το εδάφιο (2).
(6) Κάθε κατάλογος ποικιλιών και κάθε τροποποίηση του δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.