32.-(1) Η Αρχή εξασφαλίζει την ελευθερία λήψεως και δεν περιορίζει την αναμετάδοση στο έδαφος της Δημοκρατίας υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, για λόγους που εμπίπτουν στα πεδία τα οποία διέπει ο παρών Νόμος.
(2) Η Αρχή δύναται να παρεκκλίνει προσωρινά από τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση που μια υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων υπό τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους παραβαίνει προδήλως, σοβαρώς και βαρέως τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 ή του εδαφίου (1) του άρθρου 29 ή βλάπτει ή συνιστά σοβαρό και μείζονα κίνδυνο κατά της δημόσιας υγείας.
(3) Η παρέκκλιση που αναφέρεται στο εδάφιο (2) υπόκειται στους ακόλουθους όρους:
(α) Ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων έχει ήδη προβεί, τουλάχιστον δύο φορές κατά τη διάρκεια των δώδεκα (12) προηγούμενων μηνών, σε μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις των πράξεων που προβλέπονται στο εδάφιο (2)·
(β) η Αρχή έχει κοινοποιήσει γραπτώς στον πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, στο κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο εν λόγω πάροχος και στην Επιτροπή τις καταγγελλόμενες παραβάσεις, καθώς και τα αναλογικά μέτρα που προτίθεται να λάβει σε περίπτωση που μια τέτοια παράβαση συμβεί εκ νέου·
(γ) η Αρχή έχει σεβαστεί το δικαίωμα υπεράσπισης του παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και ειδικότερα έχει δώσει στον εν λόγω πάροχο τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του αναφορικά με τις καταγγελλόμενες παραβάσεις· και
(δ) οι διαβουλεύσεις με το άλλο κράτος μέλος στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και με την Επιτροπή δεν έχουν καταλήξει σε φιλικό διακανονισμό εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή από την Επιτροπή της κοινοποίησης που προβλέπεται στην παράγραφο (β).
(4) Η Αρχή δύναται να παρεκκλίνει προσωρινά από τις διατάξεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση που μια υπηρεσία οπτικοακουστικών μέσων, παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, υπό τη δικαιοδοσία άλλου κράτους μέλους, παραβαίνει προδήλως, σοβαρώς και βαρέως τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 30 ή βλάπτει ή συνιστά σοβαρό και μείζονα κίνδυνο, που απειλεί να βλάψει τη δημόσια ασφάλεια, περιλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας.
(5) Η παρέκκλιση που αναφέρεται στο εδάφιο (4) υπόκειται στους ακόλουθους όρους:
(α) Οι πράξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (4) έχουν ήδη διενεργηθεί τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια των δώδεκα (12) προηγούμενων μηνών·
(β) η Αρχή έχει κοινοποιήσει γραπτώς στον πάροχο υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, στο άλλο κράτος μέλος υπό τη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο εν λόγω πάροχος και στην Επιτροπή την καταγγελλόμενη παράβαση, καθώς και τα αναλογικά μέτρα που προτίθεται να λάβει σε περίπτωση που μια τέτοια παράβαση συμβεί εκ νέου·
(γ) η Αρχή σέβεται τα δικαιώματα υπεράσπισης του εκάστοτε παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και ειδικότερα παρέχει στον εν λόγω πάροχο τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με τις καταγγελλόμενες παραβάσεις.
(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (2) και (4) ισχύουν με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 41Α έως 41ΣΤ επί του παρόχου υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων ο οποίος βαρύνεται με τις καταγγελλόμενες παραβάσεις.
(7) Η Αρχή δύναται, σε επείγουσες περιπτώσεις, το αργότερο εντός ενός (1) μηνός ύστερα από την καταγγελλόμενη παράβαση, να παρεκκλίνει από τους όρους που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (5).
(8) Σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το εδάφιο (5), τα μέτρα που λαμβάνονται πρέπει να κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος υπό τη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται ο πάροχος υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων, με αναφορά στους λόγους για τους οποίους το κράτος μέλος κρίνει ότι πρέπει να αναλάβει επείγουσα δράση.
(9) Εάν η Επιτροπή δεν διαθέτει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη λήψη απόφασης σύμφωνα με τα εδάφια (2) ή (4), ζητά από την Αρχή, εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες που απαιτούνται για τη λήψη της εν λόγω απόφασης.
(10) Η Αρχή και η Επιτροπή ανταλλάσσουν τακτικά εμπειρίες και βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τη διαδικασία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, στο πλαίσιο της επιτροπής επαφών και της ERGA.