97.-(1) Οποιοσδήποτε χρησιμοποιεί ή συνηγορεί στη χρησιμοποίηση ή εξουσιοδοτεί ή ανέχεται ή επιτρέπει τη χρησιμοποίηση οποιασδήποτε οικοδομής, χώρου ή αντίσκηνου για οποιοδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 93 του παρόντος Νόμου, σχετικά με τα οποία δεν εκδόθηκε έγκυρη και σε ισχύ άδεια ή κατά παράβαση οποιουδήποτε όρου ή δέσμευσης οποιασδήποτε άδειας που εκδόθηκε σχετικά με αυτά, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή σε ποινή φυλακίσεως για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές και επιπρόσθετα από την καταδίκη αυτή το δικατήριο μπορεί, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε από πρόσωπο άλλο από τον αδειούχο, να ανακαλεί ή αναστέλλει την άδεια αυτή για οποιαδήποτε περίοδο και με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις τους οποίους θεωρεί αναγκαίους.
(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία που προσήφθη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, όπως προνοείται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, μπορεί μετά από αίτηση και χωρίς ειδοποίηση προς τον άλλο διάδικο (ex parte) να διατάξει την αναστολή της άδειας και την απαγόρευση της χρήσεως οποιασδήποτε οικοδομής, χώρου ή αντίσκηνου για οποιοδήποτε από τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 93 μέχρι την τελική εκδίκαση της υποθέσεως, αναφορικά με την οποία προσήφθη η κατηγορία εναντίον του προσώπου αυτού:
Νοείται ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.
(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα, δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, αμελεί, παραλείπει ή αρνείται να συμμορφωθεί προς το διάταγμα αυτό είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλακίσεως που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.