Προϋποθέσεις για καταβολή αποζημίωσης

15.-(1)Κανένα ποσό δεν πληρώνεται από ασφαλιστή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14-

(α) Σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, εκτός εάν πριν ή εντός δεκατεσσάρων ημερών από την έναρξη της διαδικασίας στην οποία εκδόθηκε τέτοια απόφαση, ο ασφαλιστής ειδοποιήθηκε γραπτώς για την έγερση της διαδικασίας, ή

(β) σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση που αφορά ζημιά σε περιουσία, εκτός εάν μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία δημιουργήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση, το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε τέτοια απόφαση-

(i) είχε ειδοποιήσει γραπτώς τον ασφαλιστή για την πρόθεση του να υποβάλει απαίτηση, και

(ii) είχε ειδοποιήσει γραπτώς τον ασφαλιστή ώστε να παρέχεται σε αυτόν εύλογος χρόνος για να επιθεωρήσει τη σχετική ζημιά πριν από την επιδιόρθωση της ή την αντικατάσταση οποιωνδήποτε εξαρτημάτων και/ή ανταλλακτικών που υπέστησαν ζημιά:

Νοείται ότι, η προθεσμία των έξι μηνών δεν αρχίζει να υπολογίζεται, σε περίπτωση που το πρόσωπο προς όφελος του οποίου έχει δημιουργηθεί το αγώγιμο δικαίωμα δεν ήταν σε θέση, εξαιτίας σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας του συμβάντος που δημιούργησε το δικαίωμα αυτό ή άλλης εύλογης αιτίας, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή για την πρόθεση του να υποβάλει απαίτηση ή

(γ) σχετικά με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, εφόσον η εκτέλεση της απόφασης αυτής έχει ανασταλεί ενώ εκκρεμεί έφεση ή

(δ) σε σχέση με οποιαδήποτε ευθύνη, αν πριν την επέλευση του συμβάντος, που ήταν η αιτία του θανάτου ή της σωματικής βλάβης ή της ζημιάς σε περιουσία, που προκάλεσε την ευθύνη, το ασφαλιστήριο ακυρώθηκε με αμοιβαία συγκατάθεση ή με βάση οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται σε αυτό και είτε-

(i) πριν την επέλευση του συμβάντος αυτού, το πιστοποιητικό ασφάλισης επεστράφηκε στον ασφαλιστή, ή ο κάτοχος ασφαλιστηρίου προέβηκε σε ένορκη δήλωση ότι αυτό χάθηκε ή καταστράφηκε και για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να επιστραφεί ή

(ii) μετά την επέλευση του συμβάντος, αλλά πριν από την πάροδο δεκατεσσάρων ημερών από την έναρξη ισχύος της ακύρωσης του ασφαλιστηρίου, το πιστοποιητικό ασφάλισης επεστράφηκε στον ασφαλιστή, ή το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το πιστοποιητικό ασφάλισης προέβηκε σε ένορκη δήλωση ότι αυτό χάθηκε ή καταστράφηκε και για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να επιστραφεί ή

(iii) είτε πριν ή μετά την επέλευση του συμβάντος, αλλά εντός περιόδου δεκατεσσάρων ημερών από την έναρξη ισχύος της ακύρωσης του ασφαλιστηρίου, ο ασφαλιστής άρχισε διαδικασία βάσει του Νόμου αυτού σχετικά με την παράλειψη επιστροφής του πιστοποιητικού ασφάλισης.

(2) Ανεξάρτητα από το κατά πόσο το ασφαλιστήριο εξασφαλίσθηκε από τη μη αποκάλυψη ουσιώδους γεγονότος ή από παρουσίαση γεγονότος το οποίο ήταν ψευδές σε ουσιώδη του λεπτομέρεια, ο ασφαλιστής οφείλει να πληρώσει προς το πρόσωπο ή τα πρόσωπα προς όφελος των οποίων εκδόθηκε η δικαστική απόφαση οποιοδήποτε ποσό καθίσταται πληρωτέο  με βάση την απόφαση αυτή σε σχέση με ευθύνη για θάνατο ή για σωματική βλάβη και/ή για ζημιά σε περιουσία που προκλήθηκε σε περιστάσεις κάτω από τις οποίες δυνάμει του άρθρου 3 απαιτείται να βρίσκεται σε ισχύ ασφαλιστήριο και εκδόθηκε τέτοιο ασφαλιστήριο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 4:

Νοείται ότι, καμία διάταξη που περιλαμβάνεται στο παρόν άρθρο δεν θα ερμηνεύεται κατά τρόπο που να καθιστά άκυρη οποιαδήποτε διάταξη ασφαλιστηρίου, η οποία απαιτεί από τον κάτοχο ασφαλιστηρίου να αποπληρώσει στον ασφαλιστή οποιαδήποτε ποσά, τα οποία ο ασφαλιστής δυνατό να έχει καταστεί υπόχρεος να πληρώσει βάσει του ασφαλιστηρίου και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προς ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων.

(3) Για τους σκοπούς του άρθρου 14 και του παρόντος άρθρου, οι πιο κάτω όροι ερμηνεύονται ως ακολούθως:

(α) “ευθύνη που καλύπτεται από τους όρους του ασφαλιστηρίου” σημαίνει ευθύνη η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο ή η οποία θα καλυπτόταν με τον τρόπο αυτό παρά το γεγονός ότι ο ασφαλιστής δικαιούται να αναιρέσει ή να ακυρώσει ή αναίρεσε ή ακύρωσε το ασφαλιστήριο,

(β) “ουσιώδες” σημαίνει τέτοιας φύσης ώστε να επηρεάζει την απόφαση συνετού ασφαλιστή στο να αποφασίζει κατά πόσο θα αποδεχθεί τον κίνδυνο και, αν θα τον αποδεχθεί, με ποιο ασφάλιστρο και με ποιους όρους.