Πειθαρχική έρευνα

13.—(1) Αν καταγγελθεί στο Συμβούλιο ότι εγγεγραμμένος λογοπαθολόγος είναι δυνατό να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο παραπέμπει την καταγγελία στον Υπουργό, ο οποίος ορίζει το ταχύτερο λειτουργό του Υπουργείου του (που στο παρόν άρθρο αναφέρεται ως «ο ερευνών λειτουργός») για να διεξάγει έρευνα.

(2)(α) Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευνα το ταχύτερο.

(β) Στα πλαίσια διεξαγωγής της έρευνας αυτός έχει εξουσία να ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να πάρει, εγγράφως, καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο.

(3) Εγγεγραμμένος λογοπαθολόγος που έχει καταγγελθεί δικαιούται—

(α) Να γνωρίζει την υπόθεση εναντίον του· και

(β) παροχής σε αυτόν της ευκαιρίας να ακουστεί, αφού πάρει αντίγραφα των μαρτυριών και των καταθέσεων.

(4) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει την έκθεσή του στο Συμβούλιο το οποίο και τη διαβιβάζει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς γνωμοδότηση.

(5) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας συμβουλεύει το Συμβούλιο κατά πόσο δύναται να διατυπωθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του λογοπαθολόγου που έχει καταγγελθεί, σε περίπτωση δε καταφατικής γνωμοδότησης προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας.

(6) Το Συμβούλιο αποστέλλει, χωρίς καθυστέρηση, την πειθαρχική κατηγορία που διατυπώθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Πειθαρχικό Συμβούλιο.