15Α.-(1)  Διαπράττει ποινικό αδίκημα οργανισμός που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 11(4), 12(3) και 14 και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες.

(2)  Διαπράττει ποινικό αδίκημα ο έχων την εκμετάλλευση κυπριακού πλοίου που αρνείται ή παραλείπει να διασφαλίσει την συμμόρφωση του πλοίου με οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του άρθρου 13(1) και (2) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(3)  Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει το Διευθυντή, οποιοδήποτε Επιθεωρητή πλοίων, εντεταλμένο κοινοτικό λειτουργό ή άλλο λειτουργό, κατά την άσκηση των εξουσιών ή εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, και υπόκειται -

(α) σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(β) σε περίπτωση μεταγενέστερου αδικήματος, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(4) (α)  Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, βάσει του παρόντος Νόμου, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή  ή έγκριση είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου που, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο είναι ένοχο του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκειται -

(i) αναφορικά με το αδίκημα το οποίο συστήνει το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή το άρθρο 6(9)(α), σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές·

(ii) αναφορικά με οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.

(β)  Σε περίπτωση ποινικής δίωξης φυσικού προσώπου βάσει της παραγράφου (α) εφαρμόζονται επ’ αυτού, τηρουμένων των αναλογιών, οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου που προβλέπουν υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο.

(5)  Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του παρόντος Νόμου, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι έλαβε όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του με τη διάταξη την οποία αφορά η ισχυριζόμενη διάπραξη του ποινικού αδικήματος.