16. (1) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης, επιδιδόμενης σε ασφαλιστικές εργασίες γενικού κλάδου, τα κέρδη ή οφέλη από τις εν λόγω εργασίες επί των οποίων είναι καταβλητέος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25, εξακριβώνονται με τον ακόλουθο τρόπο-
(α) αθροίζονται όλα τα ποσά των ακαθαρίστων ασφαλίστρων, τόκων, προμηθειών και άλλων εισοδημάτων,
(β) από το άθροισμα του (α) αφαιρούνται οποιαδήποτε ασφάλιστρα επιστρέφονται στους ασφαλισμένους και τα ασφάλιστρα για αντασφαλίσεις,
(γ) από το άθροισμα του (α) και (β) αφαιρείται το αποθεματικό για απαράγραφους κινδύνους κατά το τέλος του φορολογικού έτους και προστίθενται τα υπολογιζόμενα με όμοιο τρόπο αποθεματικά για απαράγραφους κινδύνους που εκκρεμούν κατά την έναρξη του φορολογικού έτους, και
(δ) από το ποσό που εξευρίσκεται στο (γ) αφαιρούνται οι καθαρές απαιτήσεις, οι δαπάνες καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εκπτώσεις που επιτρέπονται δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με το εισόδημα της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και-συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«απαιτήσεις» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει όταν στο ποσό των αποζημιώσεων οι οποίες καταβλήθηκαν δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους προστεθεί ή αφαιρεθεί, ανάλογα, το ποσό της αύξησης ή της μείωσης των πληρωτέων αποζημιώσεων κατά τη διάρκεια του ιδίου φορολογικού έτους·
«αποθεματικά για απαραγράφους κινδύνους» περιλαμβάνουν το αποθεματικό για μη κερδηθέν εισόδημα και το αποθεματικό για μη λήξαντες κινδύνους και λογίζονται με τις μεθόδους τις οποίες ήθελε υιοθετήσει η ασφαλιστική επιχείρηση. Αυτές οι μέθοδοι θα εφαρμόζονται από έτος σε έτος με συνέπεια, εκτός αν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για μεταβολή τους από την ασφαλιστική επιχείρηση και για τούτο ικανοποιείται ο Έφορος:
Νοείται ότι ο Έφορος μπορεί να μην αποδεχθεί οποιαδήποτε μέθοδο ή μεταβολή της μεθόδου που ακολουθείται από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αποδεδειγμένα δε συνάδει με γενικά παραδεκτές ασφαλιστικές και λογιστικές αρχές. Για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής μπορεί να απαιτήσει από την ασφαλιστική επιχείρηση την υποβολή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία·
«ασφαλιστική επιχείρηση» και «εργασίες γενικού κλάδου» έχουν την ίδια έννοια η οποία αποδίδεται στους όρους αυτούς στον περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«δαπάνες» περιλαμβάνουν προμήθειες και, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, δίκαιη αναλογία των δαπανών της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης οι οποίες δέον όπως μη υπερβαίνουν τα τρία τοις εκατόν (3%) του ποσού των ασφαλίστρων στη Δημοκρατία μετά την αφαίρεση του ποσού του καταβληθέντος για αντασφαλίσεις· και
«καθαρές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις μειωμένες κατά το ποσό το οποίο ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους σε σχέση με αυτές δυνάμει αντασφαλίσεως.