9Δ.(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν ανεξαρτήτως των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου, και, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος άρθρου και οποιασδήποτε άλλης διάταξης είτε του παρόντος είτε οποιουδήποτε άλλου Νόμου, υπερισχύουν οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) Tο παρόν άρθρο αφορά αποκλειστικά και μόνο εκείνες τις συσσωρευμένες ζημιές αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (11) του άρθρου 13, στον βαθμό που αυτές δημιουργούν αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση υπέρ του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος στους ελεγμένους λογαριασμούς αυτού για το φορολογικό έτος της σχετικής μεταφοράς σε αυτό των εργασιών ή της σχετικής μεταβίβασης σε αυτό περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, οι οποίοι λογαριασμοί πρέπει να έχουν ετοιμαστεί σύμφωνα με τα εκάστοτε εν ισχύι διεθνή λογιστικά πρότυπα, εφεξής «Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημιές».
(3)(α) Οι Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημιές κατανέμονται σε δεκαπέντε (15) ισόποσες ετήσιες δόσεις και η κάθε μία εκ των ετήσιων δόσεων, περιλαμβανομένων των ετήσιων δόσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4) και των ετήσιων δόσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (9), εφεξής αναφέρεται ως «Ετήσια Δόση».
(β) Οι Ετήσιες Δόσεις δύναται να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος για περίοδο δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών, αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος που ακολουθεί το φορολογικό έτος κατά το οποίο συντελείται η σχετική μεταφορά των εργασιών ή η σχετική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, η δε μέγιστη επιτρεπόμενη συχνότητα χρήσης των Ετήσιων Δόσεων για τον σκοπό αυτό είναι η μία Ετήσια Δόση ανά φορολογικό έτος.
(γ) Το μέγιστο ποσό Ετήσιας Δόσης το οποίο δύναται να χρησιμοποιεί το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα ανά φορολογικό έτος εν είδει έκπτωσης είναι το ποσό το οποίο μπορεί να δημιουργήσει ζημιά μέχρι του ποσού που δύναται να συμψηφιστεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 13.
(4) Αποκλειστικά και μόνο για Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημίες που αποκτήθηκαν από αποκτών πιστωτικό ίδρυμα πριν την 1η Ιανουαρίου 2018, το ύψος κάθε Ετήσιας Δόσης επαναϋπολογίζεται αποκλειστικά και μόνο πάνω στη βάση του μέρους των Σχετικών Συσσωρευμένων Ζημιών που δεν χρησιμοποιήθηκαν ως έκπτωση από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα πριν την 1η Ιανουαρίου 2018, το οποίο μέρος κατανέμεται σε ισόποσες Ετήσιες Δόσεις μεταξύ των φορολογικών ετών 2018 μέχρι και το τελευταίο φορολογικό έτος της αρχικής περιόδου των δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου 3.
(5)(α) Αμέσως πριν το τέλος κάθε φορολογικού έτους από το 2018 και μετά στο οποίο αντιστοιχεί Ετήσια Δόση, οποιοδήποτε ποσό της εν λόγω Ετήσιας Δόσης δεν έχει χρησιμοποιηθεί ως έκπτωση από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα, πολλαπλασιαζόμενο με τον φορολογικό συντελεστή φόρου εισοδήματος που εφαρμόζεται στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα κατά το εν λόγω χρονικό σημείο, εφεξής «Φορολογικός Συντελεστής», μετατρέπεται σε ειδικές πιστώσεις, εφεξής «Ειδικές Πιστώσεις Φόρου».
(β) Οι Ειδικές Πιστώσεις Φόρου δύναται να χρησιμοποιούνται υπό του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος εντός του φορολογικού έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος κατά το οποίο προέκυψαν, έναντι φορολογικών υποχρεώσεων του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος ή και οποιασδήποτε άλλης εταιρείας μέλους του ίδιου συγκροτήματος, όπως αυτό ορίζεται στο εδάφιο (8) του άρθρου 13, που έχουν ως πηγή τον παρόντα Νόμο ή και τον περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο ή και τον περί Επιβολής Ειδικού Φόρου Πιστωτικού Ιδρύματος Νόμο.
(γ) Oποιεσδήποτε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου δεν χρησιμοποιηθούν εντός του χρονικού περιθωρίου που προβλέπεται στην παράγραφο (β), μετατρέπονται σε εκκαθαρισμένο επιστρεπτέο ποσό υπέρ του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος, εφεξής «ΕΕΠ».
6)(α) Το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δύναται να εφαρμόζει τις διατάξεις που προβλέπουν μετατροπές σε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου ή ΕΕΠ με αντίτιμο την υποχρέωση καταβολής ετήσιου εγγυητικού τέλους.
(β) Το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στη Δημοκρατία το ετήσιο εγγυητικό τέλος για κάθε φορολογικό έτος από το έτος 2022 και εντεύθεν στο οποίο αντιστοιχεί Ετήσια ∆όση, το δε ετήσιο εγγυητικό τέλος καθορίζεται στο ενάμισι τοις εκατό (1,5%) του αποτελέσματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του Φορολογικού Συντελεστή µε τη σχετική Ετήσια ∆όση.
(γ) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β), ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να αυξήσει το εγγυητικό τέλος μέχρι του ποσού των δέκα εκατομμυρίων ευρώ (€10.000.000):
(δ) Το εγγυητικό τέλος κοινοποιείται στο πιστωτικό ίδρυμα εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη κάθε σχετικού φορολογικού έτους και καταβάλλεται εντός εννέα (9) μηνών από τη λήξη αυτού:
(7) Οποιεσδήποτε συσσωρευμένες ζημιές αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος που ενώ εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (11) του άρθρου 13 δεν λογίζονται ως Σχετικές Συσσωρευμένες Ζημιές, δεν μπορούν να συμψηφίζονται έναντι κερδών του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος, και, τηρουμένων των διατάξεων της επιφύλαξης που ακολουθεί, δεν μπορούν να μεταφέρονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 27:
(8) Εάν σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2017, προκύψει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που περιγράφονται μετά το πρώτο διαζευκτικό «ή» στην παράγραφο 2(α) του Άρθρου 39 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τότε οποιαδήποτε ποσά Σχετικών Συσσωρευμένων Ζημιών που ανήκουν στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα ως έκπτωση και δεν έχουν ήδη μετατραπεί σε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου, μετατρέπονται σε Ειδικές Πιστώσεις Φόρου, και οποιαδήποτε ποσά Ειδικών Πιστώσεων Φόρου που ανήκουν στο αποκτών πιστωτικό ίδρυμα (συμπεριλαμβανομένων, χωρίς περιορισμό, Ειδικών Πιστώσεων Φόρου που προκύπτουν δυνάμει του παρόντος εδαφίου) δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από το αποκτών πιστωτικό ίδρυμα έναντι φορολογικών υποχρεώσεων και δεν έχουν ήδη μετατραπεί σε ΕΕΠ, μετατρέπονται αυτόματα σε ΕΕΠ.
(9)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εάν σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 31η Δεκεμβρίου 2017, προκύψει η περίπτωση που περιγράφεται αμέσως πριν το πρώτο διαζευκτικό «ή» στην παράγραφο 2(α) του Άρθρου 39 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, χωρίς να έχει προκύψει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες παραπέμπει το εδάφιο 8, τότε-
(i) Σε ό,τι αφορά το φορολογικό έτος που αποτελεί το αντικείμενο των σχετικών επισήμως εγκεκριμένων ετήσιων οικονομικών καταστάσεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2(α) του Άρθρου 39 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφεξής «Φορολογικό Έτος Αναφοράς», η Ετήσια Δόση επαναϋπολογίζεται ως το μεγαλύτερο μεταξύ -
(Α) της Ετήσιας Δόσης ως είχε αμέσως πριν τον εν λόγω επαναϋπολογισμό, εφεξής η «Ετήσια Δόση Αναφοράς». ή
(Β) του αποτελέσματος της εξίσωσης που προβλέπεται στην παράγραφο (β), κατωτέρω·
(ii) oποιαδήποτε αύξηση της εν λόγω Eτήσιας Δόσης συνεπεία του επαναϋπολογισμού που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), μειώνει κατ’ αναλογίαν τις Ετήσιες Δόσεις που αντιστοιχούν στα φορολογικά έτη που ακολουθούν το Φορολογικό Έτος Αναφοράς· και
(iii) η Ειδική Πίστωση Φόρου που προκύπτει κατά το Φορολογικό Έτος Αναφοράς, ανεξαρτήτως αν αυτή αναπροσαρμόζεται συνεπεία του επαναϋπολογισμού που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), μετατρέπεται αυτόματα σε ΕΕΠ στο βαθμό που δεν έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο σύνολό της, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (5).
(β) Η εξίσωση που αναφέρεται στην παράγραφο (α) είναι η ακόλουθη:
επαναϋπολογισμένη Ετήσια Δόση = (Ετήσια Δόση Αναφοράς) Χ (συνολικός αριθμός Ετήσιων Δόσεων μη λαμβανομένων υπόψη των Ετήσιων Δόσεων που αντιστοιχούν σε φορολογικά έτη που προηγούνται του Φορολογικού Έτους Αναφοράς) Χ (λογιστική, μετά από φόρους, ζημιά χρήσης του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος) / (ίδια κεφάλαια - λογιστική, μετά από φόρους, ζημιά χρήσης του αποκτώντος πιστωτικού ιδρύματος):