36Γ.-(1) Η ένσταση, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 36Β, υποβάλλεται εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία παραλαβής της πρώτης κοινοποίησης του μέτρου το οποίο εγείρει ή θα εγείρει αμφισβητούμενο ζήτημα, ανεξάρτητα εάν το θιγόμενο πρόσωπο έχει κάνει χρήση των μέσων θεραπείας που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο οποιουδήποτε εκ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
(2) Το θιγόμενο πρόσωπο υποβάλλει την ένσταση, με τις ίδιες πληροφορίες ταυτόχρονα, σε όλες τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και ορίζει σε αυτήν τα άλλα κράτη μέλη τα οποία αφορά η υπόθεση.
(3) Ο Έφορος Φορολογίας δέχεται τις ενστάσεις στην ελληνική ή στην αγγλική γλώσσα.
(4) Ο Έφορος Φορολογίας βεβαιώνει το θιγόμενο πρόσωπο και τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών για την παραλαβή της ένστασης εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής αυτής και ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη γλώσσα ή τις γλώσσες που προτίθεται να χρησιμοποιήσει για σκοπούς επικοινωνίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
(5)(α) Ο Έφορος Φορολογίας αποφασίζει σχετικά με την αποδοχή ή την απόρριψη ένστασης εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της ή εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόσθετης πληροφορίας ζητήσει, η οποία θεωρείται αναγκαία για την επί της ουσίας εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, όποια εκ των δύο είναι μεταγενέστερη, και, ενημερώνει αμελλητί τα θιγόμενα πρόσωπα και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά με την απόφασή του.
(β) Ο Έφορος Φορολογίας δύναται να αποφασίσει εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της ένστασης ή εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής οποιασδήποτε συγκεκριμένης πρόσθετης πληροφορίας ζητήσει, η οποία θεωρείται αναγκαία για την επί της ουσίας εξέταση της συγκεκριμένης υπόθεσης, όποια εκ των δύο είναι μεταγενέστερη, να επιλύσει το αμφισβητούμενο ζήτημα μονομερώς, χωρίς τη συμμετοχή των άλλων αρμόδιων αρχών των ενδιαφερόμενων κρατών μελών και ενημερώνει το θιγόμενο πρόσωπο και τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών σχετικά με την απόφασή του.
(6) Σε περίπτωση που ο Έφορος Φορολογίας δεν αποφανθεί επί της ένστασης εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο εδάφιο (5), η ένσταση λογίζεται ότι έχει γίνει δεκτή από τον Έφορο Φορολογίας.
(7) Ο Έφορος Φορολογίας, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει το έντυπο υποβολής ένστασης που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.
(8) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να προβλέπουν για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και ειδικότερα για τα ακόλουθα:
(α) Tον καθορισμό της διαδικασίας υποβολής και εξέτασης ένστασης και λήψης απόφασης επί αυτής·
(β) τη διαδικασία φιλικού διακανονισμού·
(γ) την επίλυση διαφορών από συμβουλευτική επιτροπή·
(δ) το διορισμό συμβουλευτικής επιτροπής και των ανεξάρτητων προσωπικοτήτων αυτής, όπως οι όροι αυτοί προβλέπονται στην Οδηγία 2017/1852, καθώς και τους κανόνες λειτουργίας αυτής·
(ε) τη διαδικασία κατάρτισης καταλόγου ανεξάρτητων προσωπικοτήτων·
(στ) τον καθορισμό επιτροπής εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, όπως ο όρος αυτός προβλέπεται στην Οδηγία 2017/1852, καθώς και τη λειτουργία της·
(ζ) τον καταμερισμό των εξόδων που προκύπτουν στο πλαίσιο της διαδικασίας·
(η) τη διαδικασία παροχής πληροφοριών και αποδεικτικών μέσων από θιγόμενο πρόσωπο και τη διαδικασία ακρόασης·
(θ) τη διαδικασία παροχής γνώμης από συμβουλευτική επιτροπή ή επιτροπή εναλλακτικής επίλυσης διαφορών·
(ι) την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου·
(ια) τη θέσπιση διαδικασιών για τη διαγραφή από τον κατάλογο ανεξάρτητων προσωπικοτήτων οποιουδήποτε διορισθέντος προσώπου, σε περίπτωση που το πρόσωπο παύει να είναι ανεξάρτητο.
(9) Ο Έφορος Φορολογίας δύναται να καθορίζει με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας κάθε σχετικό με τις διαδικασίες για την εφαρμογή των Κανονισμών που προβλέπονται στο εδάφιο (8), ζήτημα.