34. (1) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο με διάταγμα διακηρύξει ότι έγινε ειδικά καθοριζόμενη στο εν λόγω διάταγμα σύμβαση με την Κυβέρνηση οποιασδήποτε χώρας εκτός της Δημοκρατίας με σκοπό να παρασχεθεί έκπτωση λόγω διπλής φορολογίας αναφορικά με το φόρο εισοδήματος και οποιοδήποτε άλλο φόρο παρόμοιας φύσης, που επιβάλλεται από τους νόμους της εν λόγω χώρας, και ότι είναι σκόπιμο όπως η σύμβαση αυτή τεθεί σε ισχύ, τέτοια σύμβαση θα ισχύει σε σχέση με φόρο εισοδήματος ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται σε οποιοδήποτε Νόμο.
(2) Διάταγμα που έγινε δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί να ανακληθεί με μεταγενέστερο διάταγμα.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται σε ισχύ σύμβαση ή συμφωνία για την αποφυγή ή την εξάλειψη της διπλής φορολογίας μεταξύ της Δημοκρατίας και δικαιοδοσίας η οποία-
(α) συνιστά δικαιοδοσία με χαμηλό φορολογικό συντελεστή και η εν λόγω σύμβαση ή συμφωνία δεν αποδίδει δικαίωμα φορολόγησης στη Δημοκρατία επί των μερισμάτων που καταβάλλονται προς πρόσωπο κάτοικο της άλλης δικαιοδοσίας· ή
(β) έχει περιληφθεί στον κατάλογο με τις δικαιοδοσίες τρίτων χωρών που έχουν αξιολογηθεί από τα κράτη μέλη συλλογικά ως μη συνεργάσιμες για φορολογικούς σκοπούς, ο οποίος δημοσιεύεται στο Παράρτημα Ι της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η εν λόγω σύμβαση ή συμφωνία δεν αποδίδει δικαίωμα φορολόγησης στη Δημοκρατία επί των μερισμάτων, τόκων ή δικαιωμάτων που καταβάλλονται προς πρόσωπο κάτοικο της άλλης δικαιοδοσίας,
με τη συμπλήρωση τριών (3) συνεχόμενων ημερολογιακών ετών από την ημερομηνία που η εν λόγω δικαιοδοσία εμπίπτει στον ορισμό “δικαιοδοσία με χαμηλό φορολογικό συντελεστή” ή από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης του καταλόγου πρώτης συμπερίληψης της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας ως μη συνεργάσιμης, ανάλογα, η Δημοκρατία ενημερώνει μέσω της διπλωματικής οδού την άλλη δικαιοδοσία για έναρξη επαναδιαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης ή της συμφωνίας: