24. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο συνάπτει οποιαδήποτε σύμβαση με οποιοδήποτε άτομο το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία ή με οποιαδήποτε εταιρεία η οποία δεν επιδίδεται στη διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησης στη Δημοκρατία, σε σχέση με δοσοληψίες της φύσεως που εκτίθενται στα άρθρα 21, 22, 23 και 23Α, οφείλει να παρακρατεί φόρο με το συντελεστή που καθορίζεται στα εν λόγω άρθρα από οποιεσδήποτε εισπράξεις που διενεργούνται εκ μέρους του τέτοιου ατόμου ή εταιρείας ή από οποιαδήποτε πληρωμή έγινε ή που θα γίνει προς το εν λόγω άτομο ή εταιρεία και να αποστείλει αυτόν αμέσως στον Έφορο, μαζί με κατάσταση η οποία να παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και δείχνοντας πώς υπολογίστηκε ο παρακρατηθείς φόρος.
(1Α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), όταν το πρόσωπο που διενεργεί την πληρωμή σε σχέση με δοσοληψίες της φύσεως που εκτίθενται στα άρθρα 23 και 23Α, δεν είναι κάτοικος στη Δημοκρατία και δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, και η πληρωμή επιβαρύνει συνδεδεμένο πρόσωπο το οποίο είναι κάτοικος της Δημοκρατίας ή έχει μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ο φόρος παρακρατείται με βάση τις διατάξεις του εδάφιου (1) και αποστέλλεται στον Έφορο από το συνδεδεμένο πρόσωπο μέσα στο μήνα που ακολουθεί το μήνα στον οποίο το ποσό επιβαρύνει το συνδεδεμένο πρόσωπο, μαζί με κατάσταση η οποία παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και παρουσιάζοντας τον τρόπο υπολογισμού του παρακρατηθέντος φόρου.
(2) Οποιοσδήποτε φόρος που απαιτείται να παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), θεωρείται ως φόρος που επιβλήθηκε επί του προσώπου από το οποίο απαιτείται όπως ο εν λόγω φόρος παρακρατηθεί και μπορεί να ανακτηθεί από αυτόν με οποιοδήποτε τρόπο που προβλέπεται σε οποιοδήποτε νόμο που διέπει την είσπραξη φόρων:
(3) Αν οποιοσδήποτε τέτοιος φόρος δεν παρακρατηθεί ή, αν αφού παρακρατηθεί, δεν αποσταλεί στον Έφορο μέσα στο μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα στον οποίο έγινε η παρακράτηση, προστίθεται σ' αυτόν, ως τόκος, ποσό ίσο με το καταβλητέο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής φόρου ποσό οι δε διατάξεις οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην είσπραξη και ανάκτηση φόρων εφαρμόζονται αναφορικά με την είσπραξη και ανάκτηση του τόκου αυτού:
(4) Οι διατάξεις οποιουδήποτε νόμου που αφορούν ενστάσεις και προσφυγές εφαρμόζονται για οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου δυνάμει του παρόντος άρθρου, αλλά η καταβολή του απαιτηθέντος φόρου δεν αναστέλλεται εκκρεμούντος του αποτελέσματος τέτοιας ένστασης ή προσφυγής.