29.—(1) Ο Υπουργός διασφαλίζει τη συμμόρφωση των αδειούχων με τους όρους, περιορισμούς και προϋποθέσεις των χορηγούμενων αδειών.
(2) Σε περιπτώσεις, όπου φαίνεται ότι υπάρχει παράβαση όρου ή περιορισμού ή προϋπόθεσης της άδειας, ο Υπουργός πληροφορεί σχετικά τον αδειούχο και του παρέχει την ευκαιρία να προβεί σε παραστάσεις και να επανορθώσει.
(3) Σε περίπτωση, που ο Υπουργός και ο αδειούχος δε συμφωνήσουν στη λήψη εκείνων των κατάλληλων μέτρων εκ μέρους του αδειούχου για συμμόρφωσή του με τους όρους, περιορισμούς και προϋποθέσεις της άδειας, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει διάταγμα αναστολής της άδειας με το οποίο να απαγορεύει στον αδειούχο να χρησιμοποιεί την άδεια, μέχρις ότου υπάρξει πλήρης συμμόρφωση με τους όρους και περιορισμούς και προϋποθέσεις της άδειας και /ή να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ή να τερματίζει την άδεια, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της μη συμμόρφωσης.
(4) Εάν ο αδειούχος παραλείπει να συμμορφωθεί με το πιο πάνω αναφερόμενο διάταγμα, ο Υπουργός δύναται να τερματίσει την άδεια ή/και να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση δικαστικού Διατάγματος προς επιβολή του διατάγματος του.
(5) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και όπου ο Υπουργός κρίνει ότι είναι επείγουσα ανάγκη, ο Υπουργός δύναται να τερματίσει την άδεια χωρίς να ακολουθήσει τη διαδικασία των εδαφίων (2), (3) ή/και (4), αλλά σε τέτοια περίπτωση παρέχει στον αδειούχο δυνατότητα υποβολής γραπτών παραστάσεων μέσα σε καθοριζόμενη προθεσμία και, σε περίπτωση υποβολής τέτοιων παραστάσεων, τις εξετάζει εντός επτά εργάσιμων ημερών και αποφασίζει κατά πόσο ανακαλεί ή τροποποιεί την απόφασή του για τερματισμό.