Παύση του Επιτρόπου και Βοηθού Επιτρόπου

4. -(1) Ο Επίτροπος και Βοηθός Επίτροπος, δε δύνανται να παυθούν προ της λήξης της αντίστοιχης χρονικής περιόδου για την οποία έχουν διοριστεί, παρά μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο, και μόνο για οποιοδήποτε των πιο κάτω ειδικών λόγων -

(α) Λόγω πνευματικής, ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας, ή άλλης οποιασδήποτε ανεξαιρέτως ασθένειας, καθιστώσης τον Επίτροπο ή Βοηθό Επίτροπο, ανάλογα με την περίπτωση, ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντα αυτού για το υπόλοιπο της θητείας του, ή

(β) λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς ή συστηματικής απουσίας ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή

(γ) λόγω συμπεριφοράς ασυμβίβαστης με τη διατήρηση του αξιώματος του Επιτρόπου ή Βοηθού Επιτρόπου, κατά τα διαλαμβανόμενα στις παραγράφους (α)-(β) του εδαφίου (3), ή

(δ) λόγω αποκαλύψεως γεγονότος, που θα παρεμπόδιζε το διορισμό του κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιαδήποτε των παραγράφων (α)-(στ) του εδαφίου (3) του άρθρου 3 ή λόγω επελεύσεως γεγονότος, που θα αποτελούσε καθ' οιανδήποτε των ίδιων παραγράφων, εάν προϋπήρχε του διορισμού, κώλυμα διορισμού.

(2) Ο Επίτροπος και Βοηθός Επίτροπος, ανάλογα με την περίπτωση, παύουν να κατέχουν το αξίωμα αυτών, αν υποβάλουν γραπτώς προς το Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή τους.

Η παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση, επενεργεί δε αμέσως, χωρίς να προαπαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(3) Εν πάση περιπτώσει ως συμπεριφορά ασυμβίβαστη με τη διατήρηση του αξιώματος του Επιτρόπου ή Βοηθού Επιτρόπου, θεωρούνται -

(α) Η αποδοχή αξιώματος του οποίου η αμοιβή τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας, ή η αποδοχή ή διατήρηση οποιασδήποτε θέσης ή ιδιότητας στη δημόσια υπηρεσία, ή σε δήμο, ή σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, που αναφέρεται ή εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2), του άρθρου 2 του παρόντος Νόμου, ή

(β) Ή εργοδότηση, ή αποδοχή εργοδότησης στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ή σε οποιοδήποτε παροχέα, εταιρεία, αρχή ή οργανισμό που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (ί) και (ii) της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου ή η είσπραξη σύνταξης ή αμοιβής ή άλλης πληρωμής από την Αρχή ή από οποιοδήποτε τέτοιο παροχέα, εταιρεία, αρχή ή οργανισμό, ή η απόκτηση οποιουδήποτε άμεσου ή έμμεσου συμφέροντος ή οποιωνδήποτε μετοχών, ομολόγων, ομολόγων επιβάρυνσης ή άλλου είδους αξιογράφων σε οποιοδήποτε εξ αυτών, ή

(γ) η αποδοχή οποιουδήποτε κομματικού αξιώματος ή η διασύνδεση ή εμπλοκή κατά την κρατούσα στο ευρύ κοινό εντύπωση, με κόμματα ή στα κομματικά δρώμενα, ή

(δ) η αποδοχή, ή διατήρηση απασχόλησης σε οποιαδήποτε εργασία, αξίωμα ή θέση, οπουδήποτε στον ιδιωτικό τομέα, έναντι αμοιβής οποιασδήποτε μορφής, ή υπό περιστάσεις, υπό το φως των οποίων εύλογα αναμένεται η καταβολή αμοιβής, ανεξάρτητα αν όντως καταβάλλεται ή όχι.