32.—(1) Όποιος δεν ικανοποιείται από απόφαση ληφθείσα με βάση το εδάφιο (3), του άρθρου 31, μπορεί με την καταβολή του σχετικού τέλους, τηρουμένου του εδαφίου (5), να προσβάλει με ένστασή του προς το Διευθυντή την απόφαση αυτή, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από την κοινοποίησή της σ' αυτόν:
(2) Η ένσταση εξετάζεται το ταχύτερο δυνατό από τριμελή επιτροπή που απαρτίζεται από δύο επίσημους κτηνίατρους, εκτός από τον επίσημο κτηνίατρο που προέβη στην έκδοση της επίδικης απόφασης και από έναν ιδιώτη εγγεγραμμένο κτηνίατρο που υποδεικνύεται από τον υποβάλλοντα την ένσταση. Οι δυο επίσημοι κτηνίατροι που συμμετέχουν στην επιτροπή, κατά προτίμηση θα είναι ιεραρχικά ανώτεροι ή ισόβαθμοι του εκδώσαντος την επίδικη απόφαση επίσημου κτηνιάτρου. Όλα τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται για το σκοπό αυτό από το Διευθυντή, όπως προνοείται στην παράγραφο (στ) του άρθρου 30.
(3) Η Επιτροπή, κατά την εξέταση της ένστασης, μπορεί, αν κρίνει αναγκαίο, να προβεί σε οποιεσδήποτε εργαστηριακές ή κλινικές εξετάσεις, επιπρόσθετα από οποιεσδήποτε άλλες που μπορεί να έγιναν προηγουμένως.
(4) Η απόφαση της Επιτροπής λαμβάνεται με πλειοψηφία των μελών της, είναι τελική και υπόκειται σε άμεση εφαρμογή.
(5) Ο υποβάλλων την ένσταση οφείλει κατά την υποβολή της να καταβάλει στο λογιστήριο των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών τα τέλη ένστασης που καθορίζονται από το Διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 30. Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει αποδοχή της ένστασης, τα καταβληθέντα τέλη επιστρέφονται.
(6) Δεν παρέχεται το δικαίωμα ένστασης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κατασχεθέντα ζώα ή ζωικά προϊόντα, είναι δυνατό να μεταδώσουν μολυσματικές ή παρασιτικές ασθένειες στον άνθρωπο ή εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία των ζώων και τη δημόσια υγεία.