22.—(1) Οι τελωνειακές αρχές, στα σημεία εισόδου στη Δημοκρατία τα οποία δε διαθέτουν Συνοριακό Σταθμό Ελέγχου, σε περίπτωση εισαγωγής ζώων ή ζωικών προϊόντων, οφείλουν να-
(α) Ενημερώνουν πάραυτα τον επαρχιακό κτηνιατρικό λειτουργό υπό την ευθύνη του οποίου βρίσκεται γεωγραφικά, το σημείο εισόδου,
(β) κατακρατήσουν τα ζώα ή ζωικά προϊοντα αναμένοντας την απόφαση του επαρχιακού κτηνιατρικού λειτουργού, και
(γ) μην επιτρέψουν την έξοδο ζώων ή ζωικών προϊόντων από το σημείο εισόδου, εκτός εάν η έξοδος έχει εξουσιοδοτηθεί γραπτώς προς τούτο, από τον επαρχιακό κτηνιατρικό λειτουργό.
(2) Σε περίπτωση εισαγωγής ζώων ή ζωικών προϊόντων μέσω σημείου εισόδου όπου δε λειτουργεί Συνοριακός Σταθμός Ελέγχου ή χώρος εγκεκριμένος για τη διενέργεια των κτηνιατρικών ελέγχων για το συγκεκριμένο ζώο ή προϊόν, ο επαρχιακός κτηνιατρικός λειτουργός υπό την ευθύνη του οποίου βρίσκεται το σημείο εισόδου, δύναται αξιολογώντας την επικινδυνότητα της κατάστασης για την υγεία των ζώων και τη δημόσια υγεία με γραπτή ειδοποίηση, να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο για το φορτίο-
(α) Την καταστροφή ή τη σφαγή των ζώων, ή
(β) την επανεξαγωγή, ή
(γ) τη μετακίνηση των ζώων ή της παρτίδας ζώων ή ζωικών προϊόντων υπό τελωνειακή δέσμευση και την παρουσίασή της στον πλησιέστερο Συνοριακό Σταθμό Ελέγχου ή χώρο εγκεκριμένο για το σκοπό αυτό, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Αρμόδιας Αρχής και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης να καταστρέψει τα ζώα ή ζωικά προϊόντα.
(3) Στην περίπτωση που το πρόσωπο δε συμμορφώνεται με τους όρους της ειδοποίησης, που προβλέπονται στο εδάφιο (2), ο επίσημος κτηνίατρος δύναται να διατάξει την καταστροφή των ζωικών προϊόντων ή τη σφαγή των ζώων. Η Αρμόδια Αρχή δικαιούται να ανακτήσει τα έξοδα καταστροφής ή σφαγής που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου.