15.—(1) Εάν ο επίσημος κτηνίατρος διαπιστώσει ή έχει υποψίες παρουσίας, σε ζώα ή τα ζωικά προϊόντα που έχουν εισαχθεί από άλλο κράτος μέλος, παραγόντων υπεύθυνων για ασθένειες ή ζωονόσους ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας που είναι δυνατό να προκαλέσει ζημία σε ζώα ή ανθρώπους ή ότι τα ζώα ή τα ζωικά προϊόντα προέρχονται από περιοχή μολυσμένη από επιζωοτική ασθένεια, δύναται να απαιτήσει από τον ιδιοκτήτη ή αποστολέα ή εισαγωγέα ή το πρόσωπο που φέρεται ως υπεύθυνο, με γραπτή ειδοποίησή του-
(α) Να κατακρατήσει τα εισαχθέντα ζώα και ζωικά προϊόντα και στην περίπτωση αυτή να τα περιορίσει και να αποτρέψει την επαφή τους με άλλα ζώα ή ζωικά προϊόντα, σε χώρο που προσδιορίζεται στην ειδοποίηση και να λάβει επιπρόσθετα, οποιαδήποτε άλλα μέτρα κρίνονται αναγκαία, με σκοπό να αποφευχθεί η είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας οποιασδήποτε ασθένειας, ή
(β) να σφάξει τα ζώα του αμέσως, ή να τα σφάξει και να τα καταστρέψει ή στην περίπτωση ζωικών προϊόντων να τα καταστρέψει όπως καθορίζεται στην ειδοποίηση.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), εάν ο επίσημος κτηνίατρος γνωρίζει ή υποπτεύεται ότι σε ζώο ή ζωικό προϊόν δεν έχουν διενεργηθεί οι κτηνιατρικοί έλεγχοι και δεν πληρούνται γενικά οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών και των Διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει αυτού, δύναται εάν οι υγειονομικές συνθήκες και οι συνθήκες ευημερίας των ζώων το επιτρέπουν, να δώσει στον ιδιοκτήτη ή αποστολέα ή εισαγωγέα ειδοποίηση με την οποία να του προσφέρονται οι εξής επιλογές:
(α) Εάν η αιτία της μη συμμόρφωσης είναι η παρουσία καταλοίπων πέρα του επιτρεπόμενου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εφαρμόζονται οι πρόνοιες της ειδικής κτηνιατρικής νομοθεσίας και στην περίπτωση που δε γίνεται τέτοια μείωση να λάβει τα μέτρα που προνοούνται στην εν λόγω νομοθεσία,
(β) να σφάξει τα ζώα ή να καταστρέψει τα ζωικά προϊόντα σύμφωνα με τις πρόνοιες και υπό τους όρους που προσδιορίζονται στην κτηνιατρική νομοθεσία,
(γ) να επιστρέψει τα ζώα ή τα ζωικά προϊόντα στο κράτος μέλος προέλευσης, με την έγκριση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους αποστολής, αφού επιδοθεί προηγουμένως σχετική ειδοποίηση προς κάθε κράτος μέλος, από το οποίο το φορτίο θα περάσει υπό διαμετακόμιση.