9.-(1) Ο προϊστάμενος λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής υποβάλλει εισήγηση στον υπουργό, για τον καθορισμό οποιουδήποτε από τα άγρια πτηνά που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ, ως θήραμα.
(2) Ο προϊστάμενος, κατά τη σύνταξη της γραπτής εισήγησής του προς στον υπουργό, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (1), λαμβάνει, επίσης, υπόψη τα ακόλουθα:
(α)τις αρχές μιας ορθολογικής χρησιμοποίησης και οικολογικά ισορροπημένης ρύθμισης της θήρας των εν λόγω άγριων πτηνών·
(β)τη συμβατότητα της θήρας με το επίπεδο πληθυσμού των εν λόγω άγριων πτηνών και ιδιαίτερα των αποδημητικών·
(γ)τη γεωγραφική κατανομή των εν λόγω άγριων πτηνών·
(δ)το ρυθμό αναπαραγωγής των εν λόγω άγριων πτηνών σε όλη την Ευρωπαϊκή Κοινότητα·
(ε)την επίδραση τυχόν καθορισμού των εν λόγω άγριων πτηνών στις προσπάθειες διατήρησής τους εντός της ζώνης εξάπλωσής τους.
(2Α) Απόφαση του υπουργού που καθορίζει οποιοδήποτε από τα άγρια πτηνά του Παραρτήματος ΙΙ ως θήραμα, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2Β) Κανένα άγριο πτηνό δεν καθορίζεται ως θήραμα, εκτός αν πληρούνται σωρευτικά όλες οι απαιτήσεις του εδαφίου (2) και ο εν λόγω καθορισμός είναι συμβατός με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου 3.
(3) Απαγορεύεται η θήρα άγριου πτηνού το οποίο έχει καθοριστεί από τον υπουργό, με βάση το εδάφιο (1), ως θήραμα κατά την περίοδο φωλεοποιήσεως, κατά τις διάφορες φάσεις αναπαραγωγής και εξάρτησης των νεοσσών από τους γονείς και κατά την επιστροφή στον τόπο φωλεοποιήσεως.
(4) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει τις διατάξεις του εδαφίου (3) είναι ένοχο αδικήματος.