13.-(1) Όταν μια περιοχή η οποία προτείνεται για τόπος κοινοτικής σημασίας υιοθετείται ως τόπος κοινοτικής σημασίας από την Επιτροπή, ο Υπουργός κηρύσσει την εν λόγω περιοχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως ειδική ζώνη διατήρησης το συντομότερο δυνατό και το αργότερο μέσα σε τέσσερα χρόνια από την υιοθέτησή της ως τόπου κοινοτικής σημασίας.
(2) Ο Υπουργός, με βάση γραπτή γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής, η οποία συντάσσεται σύμφωνα με τα εδάφια (3) και (4), καθορίζει, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, όσον αφορά κάθε ειδική ζώνη διατήρησης, μέτρα προτεραιότητας σε συνάρτηση με:
(α)τη σημασία της ειδικής ζώνης διατήρησης για:
(i) τη διατήρηση ή την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης ενός τύπου φυσικού οικότοπου κοινοτικού ενδιαφέροντος του Παραρτήματος Ι ή ενός είδους κοινοτικού ενδιαφέροντος του Παραρτήματος ΙΙ, και
(ii) για τη συνεκτικότητα του «Φύση 2000»·
(β)τους κινδύνους υποβάθμισης ή καταστροφής που απειλούν την εν λόγω ειδική ζώνη διατήρησης· και
(γ) την υποχρέωση πρόληψης και αποφυγής της υποβάθμισης των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των ειδών, καθώς και των οχλήσεων που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ειδικές ζώνες διατήρησης έχουν ορισθεί, εφόσον οι οχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις, όσον αφορά τους στόχους του παρόντος Νόμου.
(3) Η Επιστημονική Επιτροπή, κατά τη σύνταξη της γραπτής γνωμοδότησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), κρίνει την κατάσταση της διατήρησης ενός φυσικού οικότοπου ως ικανοποιητική, όταν:
(α)η περιοχή της φυσικής κατανομής του και οι εκτάσεις που καταλαμβάνει μένουν σταθερές ή αυξάνονται,
(β)η δομή και οι ειδικές λειτουργίες που απαιτούνται για τη μακροπρόθεσμη συντήρησή του υφίστανται και είναι δυνατό να συνεχίσουν να υφίστανται κατά το προβλεπτό μέλλον, και
(γ)η κατάσταση της διατήρησης των χαρακτηριστικών για τον εν λόγω οικότοπο ειδών, που δύναται να περιλαμβάνουν το αγρινό, κρίνεται ικανοποιητική, σύμφωνα με το εδάφιο (4).
(4) Η Επιστημονική Επιτροπή, κατά τη σύνταξη της γραπτής γνωμοδότησης που αναφέρεται στο εδάφιο (2), κρίνει την κατάσταση διατήρησης ενός είδους ως ικανοποιητική, όταν:
(α)τα δεδομένα που σχετίζονται με την εξέλιξη των πληθυσμών του οικείου είδους δείχνουν ότι το είδος αυτό εξακολουθεί και μπορεί να εξακολουθεί μακροπρόθεσμα να αποτελεί ένα ζωτικό στοιχείο των φυσικών οικοτόπων στους οποίους ανήκει,
(β)η περιοχή της φυσικής κατανομής του οικείου είδους δε φθίνει ούτε υπάρχει κίνδυνος να μειωθεί κατά το προβλεπτό μέλλον, και
(γ)υπάρχει ένας οικότοπος σε επαρκή έκταση, ώστε οι πληθυσμοί του να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα.
(5) Σε περίπτωση που η Επιτροπή εγγράψει περιοχή στον κατάλογο των τόπων κοινοτικής σημασίας, ο οποίος καταρτίζεται και τηρείται από αυτήν, εφαρμόζονται για την εν λόγω περιοχή οι διατάξεις των άρθρων 15 και 16.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, κατ’ αναλογία, και στην περίπτωση των περιοχών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (8) του άρθρου 11.