7.-(1) Απαγορεύεται η κατασκευή, ενοικίαση, ανταλλαγή, επιδιόρθωση, μεταποίηση ή διάθεση στην αγορά πυροβόλων όπλων από οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός εάν είναι κάτοχος άδειας οπλοπώλη, η οποία εκδίδεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας κατά τον Τύπο Γ του Δεύτερου Παραρτήματος:
Νοείται ότι σε περίπτωση που η δραστηριότητα του οπλοπώλη ασκείται από νομικό πρόσωπο, ο διευθυντής ή γραμματέας του εν λόγω νομικού προσώπου ή ο υπάλληλος ο οποίος έχει την ευθύνη υποστατικού όπου διεξάγονται οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο, υποχρεούται να κατέχει άδεια οπλοπώλη, τα δε πρόσωπα που εργοδοτούνται από το εν λόγω νομικό πρόσωπο πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις των παραγράφων (γ) και (δ) του εδαφίου (4) του άρθρου 5.
(2)(α) Πρόσωπο το οποίο επιθυμεί να εξασφαλίσει άδεια οπλοπώλη δύναται να υποβάλλει γραπτή αίτηση στον Αρχηγό της Αστυνομίας.
(β) Σε περίπτωση που πρόσωπο επιθυμεί να ασκήσει αποκλειστικά τη δραστηριότητα επιδιόρθωσης ή μεταποίησης πυροβόλων όπλων, υποβάλλει αίτηση στον Αρχηγό της Αστυνομίας για έκδοση άδειας οπλοπώλη, στην οποία αναγράφεται η συγκεκριμένη δραστηριότητα.
(γ) Σε περίπτωση που ο Αρχηγός της Αστυνομίας αποφασίζει να χορηγήσει σε αιτητή άδεια οπλοπώλη, δεν εκδίδει τη σχετική άδεια πριν ο αιτητής του καταβάλει -
(i) τέλος 500 λιρών, για την περίπτωση της παραγράφου (α).
(ii) τέλος 100 λιρών, για την περίπτωση της παραγράφου (β).
(3)(α) Σε περίπτωση που υποβάλλεται στον Αρχηγό της Αστυνομίας αίτηση δυνάμει του εδαφίου (2), ο Αρχηγός της Αστυνομίας, σε εύλογο χρονικό διάστημα, εξετάζει την αίτηση, αποφασίζει επ΄αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, και κοινοποιεί γραπτώς την απόφασή του στον αιτητή.
(β) Ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει εξουσία να εκδίδει άδεια οπλοπώλη μόνον εάν ικανοποιείται ότι ο αιτητής-
(i) έχει συμπληρώσει το 23ο έτος της ηλικίας του.
(ii) διαθέτει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα.
(iii) δεν κρίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του, τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια, σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου ή μετά από γνωμάτευση κυβερνητικού ιατρικού συμβουλίου.·
(iv) δεν έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στη παράγραφο (δ) του εδαφίου (4) του άρθρου 5.
(v) δεν έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα που καθορίζεται με γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σαν αδίκημα για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
(vi) διατηρεί κατάλληλο και ασφαλές υποστατικό για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων του οπλοπώλη και την ασφαλή φύλαξη των πυροβόλων όπλων.
(γ) Σε περίπτωση που αδειούχος οπλοπώλης κατηγορείται για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iv) και (v) της παραγράφου (β) και είναι κάτοχος οποιουδήποτε πυροβόλου όπλου, αυτό θα περιέρχεται στη φύλαξη της Αστυνομίας μέχρι εκδικάσεως της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και ανάλογα με το αποτέλεσμα της δίκης θα γίνεται διάθεση του πυροβόλου όπλου είτε με την επιστροφή του είτε με τη δήμευσή του.
(δ) Πρόσωπο που καταδικάζεται για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις υπο-παραγράφους (iv) και (v) της παραγράφου (β) δικαιούται, ύστερα από παρέλευση δέκα χρόνων από την ημερομηνία καταδίκης του και επτά χρόνων από την ημερομηνία της αποφυλάκισής του, να υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για την εξασφάλιση άδειας οπλοπώλη.
(4) Η άδεια που εκδίδεται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας δυνάμει του εδαφίου (3) -
(α) ισχύει για περίοδο πέντε ετών. και
(β) δύναται να ανανεωθεί από αυτόν για περίοδο μέχρι πέντε ετών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3), κατόπιν καταβολής τέλους 100 λιρών για την περίπτωση της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) και 50 λιρών για την περίπτωση της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).
(5)(α) Ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει εξουσία, μετά την παροχή εύλογης και γραπτής ειδοποίησης στο πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε άδεια δυνάμει του εδαφίου (3), να τροποποιεί, αναστέλλει ή ανακαλεί τέτοια ισχύουσα άδεια, εφόσον δεν πληρούνται πλέον οποιεσδήποτε από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (3).
(β) Άδεια που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (3) θεωρείται άκυρη από την ημερομηνία της καταδίκης του αδειούχου για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (iv) και (v) της παραγράφου (β) του εδαφίου (3).