Ερμηνεία

2. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενό του προκύπτει διαφορετικά:

«αγοραστής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αγόρασε τμήμα υφιστάμενης οικοδομής ή υπό δημιουργία οικόπεδο δυνάμει έγκυρου και δεόντως χαρτοσημασμένου αγοραπωλητήριου εγγράφου, το οποίο έχει κατατεθεί στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας για τους σκοπούς του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ή αγοραπωλητήριου εγγράφου βέβαιης χρονολογίας πριν από την πιο πάνω ημερομηνία·

«ακίνητη ιδιοκτησία», «οικοδομή» και «μονάδα» έχουν την έννοια που αποδίδει σ’ αυτούς ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος·

«αυτοτελής και/ή άνετη κάρπωση», σε σχέση με υφιστάμενη οικοδομή ή ανάπτυξη, σημαίνει την κατάσταση εκείνη που υφίσταται σε οικοδομική ή οικοπεδική ανάπτυξη στην οποία, αν και δεν έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξη, διαπιστώνεται ότι υπάρχει ικανοποιητική αυτοτελής λειτουργία, εξυπηρέτηση και αυτοτέλεια της κύριας χρήσης στο συμπληρωμένο μέρος αυτής·

«ειδικό πιστοποιητικό έγκρισης» σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή που συνιστάται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου·

«ιδιοκτήτης» σημαίνει τον «κύριο» ακινήτου, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου·

«Νόμος» σημαίνει τον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο·

«παρατυπία» σε σχέση με υφιστάμενη οικοδομή ή υπό δημιουργία οικόπεδο σημαίνει τη μη τήρηση οποιουδήποτε από τους όρους άδειας της εν λόγω οικοδομής ή άδειας διαίρεσης του εν λόγω υπό δημιουργία οικοπέδου ή την επέκταση ή προσθήκη, την αλλαγή χρήσης ή τη μετατροπή της οικοδομής κατά παράβαση των εγκριθέντων σχεδίων·

«υπό δημιουργία οικόπεδο» σημαίνει τεμάχιο γης που έχει προκύψει μόνο κατόπιν άδειας διαχωρισμού δυνάμει του άρθρου 3 του Νόμου και αφορά διαίρεση γης σε χωριστά οικόπεδα και για το οποίο δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή·

«υφιστάμενη οικοδομή» σημαίνει οικοδομή ή συγκρότημα οικοδομών που αποτελείται πέραν της μιας οικιστικής ή εμπορικής μονάδας που κτίστηκε αφού εξασφαλίστηκε μόνο άδεια οικοδομής ή άδεια για οποιαδήποτε άλλη ανάπτυξη από την αρμόδια αρχή, με βάση το άρθρο 3 του Νόμου και η οποία, ενώ έχει ουσιαστικά συμπληρωθεί και της οποίας οποιοδήποτε μέρος κατέχεται ή δύναται να κατέχεται αυτοτελώς και να τυγχάνει άνετης κάρπωσης ως μονάδα αμέσως πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, εξακολουθεί να παραμένει χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Νόμου.

(2) Όροι και φράσεις που συναντώνται στον παρόντα Νόμο και δεν καθορίζονται άλλως, έχουν την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτούς από το Νόμο.