16.-(1) Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης βασίζεται στο συνολικό πληρωτέο ποσό, εκτός Φ.Π.Α., όπως προεκτιμάται από τον αναθέτοντα φορέα. Ο υπολογισμός αυτός λαμβάνει υπόψη το εκτιμώμενο συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανομένου κάθε τυχόν δικαιώματος προαίρεσης ή τυχόν παρατάσεων της σύμβασης. Σε περίπτωση που ο αναθέτων φορέας προβλέπει βραβεία ή την καταβολή ποσών στους υποψηφίους ή προσφέροντες, λαμβάνει τα ποσά αυτά υπόψη του κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης.
(2) Η εκτίμηση της αξίας της σύμβασης πρέπει να ισχύει κατά την αποστολή της προκήρυξης, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 43 ή, στις περιπτώσεις όπου δεν απαιτείται τέτοια προκήρυξη, τη στιγμή που ο αναθέτων φορέας αρχίζει την διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης.
(3) Οι αναθέτοντες φορείς δε δύνανται να καταστρατηγούν τον παρόντα Νόμο κατατέμνοντας τα σχέδια έργων ή τις προτεινόμενες αγορές για την απόκτηση συγκεκριμένης ποσότητας προμηθειών ή / και υπηρεσιών ή χρησιμοποιώντας ειδικές μεθόδους υπολογισμού της αξίας των συμβάσεων.
(4) Για τις συμφωνίες-πλαίσιο και για τα δυναμικά συστήματα αγορών, η εκτιμώμενη αξία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη εκτιμώμενη αξία, εκτός Φ.Π.Α., του συνόλου των συμβάσεων που προβλέπονται για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας-πλαίσιο ή του δυναμικού συστήματος αγορών.
(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1) του άρθρου 15, οι αναθέτοντες φορείς περιλαμβάνουν στην εκτιμώμενη αξία των συμβάσεων έργων την αξία των εργασιών, καθώς και όλων των προμηθειών ή υπηρεσιών που απαιτούνται για την εκτέλεση των έργων, και τίθενται από τους αναθέτοντες φορείς στη διάθεση του εργολήπτη.
(6) Η αξία των προμηθειών ή των υπηρεσιών που δεν είναι απαραίτητες για την εκτέλεση μίας συγκεκριμένης σύμβασης έργων δεν μπορεί να προστίθεται στην αξία αυτής της σύμβασης έργων, προκειμένου να εξαιρείται η απόκτηση αυτών των προμηθειών ή υπηρεσιών από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.
(7)(α) Όταν ένα προτεινόμενο έργο ή ένα σχέδιο αγοράς υπηρεσιών μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμήματα, λαμβάνεται υπόψη η εκτιμώμενη συνολική αξία όλων αυτών των τμημάτων. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που καθορίζεται στο άρθρο 15, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος:
Νοείται ότι, οι αναθέτοντες φορείς δύνανται να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή αυτή για τμήματα των οποίων η εκτιμώμενη αξία, εκτός Φ.Π.Α., είναι κατώτερη του ορίου των 80.000 Ευρώ, όπως το όριο αυτό εκάστοτε αναθεωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 77, για τις υπηρεσίες, και του ορίου των 1.000.000 Ευρώ, όπως το όριο αυτό εκάστοτε αναθεωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 77, για τα έργα, υπό τον όρο ότι το συνολικό ποσό των συγκεκριμένων τμημάτων δεν υπερβαίνει το 20 % της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων
(β) Όταν ένα σχέδιο αγοράς για την απόκτηση ομοιογενών προϊόντων μπορεί να οδηγήσει σε ταυτόχρονη σύναψη χωριστών συμβάσεων κατά τμήματα, λαμβάνεται υπόψη η εκτιμώμενη συνολική αξία όλων αυτών των τμημάτων κατά την εφαρμογή του άρθρου 15. Όταν η συνολική αξία των τμημάτων είναι ίση με ή υπερβαίνει την αξία που καθορίζεται στο άρθρο 15, ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στη σύναψη κάθε τμήματος:
Νοείται ότι, οι αναθέτοντες φορείς δύνανται να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή αυτή για τα τμήματα των οποίων η εκτιμώμενη αξία, εκτός Φ.Π.Α., είναι κατώτερη του ορίου των 80.000 Ευρώ, όπως το όριο αυτό εκάστοτε αναθεωρείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 77, και υπό τον όρο ότι το συνολικό ποσό των συγκεκριμένων τμημάτων δεν υπερβαίνει το 20% της συνολικής αξίας όλων των τμημάτων.
(8) Όταν πρόκειται για συμβάσεις προμηθειών ή υπηρεσιών, οι οποίες έχουν περιοδικό χαρακτήρα ή οι οποίες προβλέπεται να ανανεωθούν μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης λαμβάνεται:
(α) Είτε η πραγματική συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων του ιδίου τύπου οι οποίες έχουν συναφθεί κατά την διάρκεια του προηγούμενου δωδεκαμήνου ή οικονομικού έτους, αναπροσαρμοσμένη, εάν είναι δυνατόν, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι ενδεχόμενες μεταβολές στις ποσότητες ή στην αξία τους κατά τους δώδεκα μήνες που έπονται της αρχικής σύμβασης˙
(β) είτε η εκτιμώμενη συνολική αξία των διαδοχικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά το δωδεκάμηνο που έπεται της πρώτης παράδοσης ή κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, εφόσον αυτό υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες.
(9) Ο υπολογισμός της εκτιμώμενης αξίας μίας σύμβασης που περιλαμβάνει ταυτόχρονα υπηρεσίες και προμήθειες βασίζεται στη συνολική αξία των υπηρεσιών και των προμηθειών, ανεξάρτητα από την επιμέρους αξία τους. Στον υπολογισμό αυτό, περιλαμβάνεται η αξία των εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης.
(10) Στις συμβάσεις προμηθειών που έχουν ως αντικείμενο τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή τη μίσθωση – πώληση προϊόντων, η αξία που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης, είναι -
(α) Για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εάν ο χρόνος αυτός είναι δώδεκα μήνες ή λιγότερο, η συνολική εκτιμώμενη αξία για τη διάρκεια της σύμβασης ή, εάν η διάρκεια αυτή υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, η συνολική αξία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της εκτιμώμενης υπολειπόμενης αξίας˙
(β) για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου ή τις συμβάσεις των οποίων η διάρκεια δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μηνιαία αξία πολλαπλασιαζόμενη επί 48.
(11) Για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας συμβάσεων υπηρεσιών, λαμβάνονται υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, τα ακόλουθα ποσά-
(α) Όσον αφορά τις ασφαλιστικές υπηρεσίες, το καταβλητέο ασφάλιστρο και οι άλλοι τρόποι αμοιβής˙
(β) όσον αφορά τις τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι αμοιβές, οι προμήθειες, οι τόκοι και οι άλλοι τρόποι αμοιβής˙
(γ) όσον αφορά τις συμβάσεις που περιλαμβάνουν μελέτες, οι αμοιβές, προμήθειες και οι άλλοι τρόποι αμοιβής.
(12) Όταν πρόκειται για συμβάσεις υπηρεσιών στις οποίες δεν αναφέρεται συνολική τιμή, ως βάση υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων λαμβάνεται-
(α) Στην περίπτωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και εφόσον η διάρκειά τους είναι ίση ή μικρότερη από 48 μήνες, η συνολική εκτιμώμενη αξία για όλη την διάρκεια της σύμβασης˙
(β) στην περίπτωση συμβάσεων αορίστου χρόνου ή στις συμβάσεις των οποίων η διάρκεια υπερβαίνει τους 48 μήνες, η μηνιαία αξία πολλαπλασιαζόμενη επί 48.