2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«απαιτήσεις ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης κτιρίου» σημαίνει τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 15·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει το Διευθυντή της Υπηρεσίας Ενέργειας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και περιλαμβάνει κάθε λειτουργό δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των κανονισμών·
«διάταγμα» σημαίνει διάταγμα που εκδίδει ο Υπουργός δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·
«διάταγμα απαιτήσεων ελάχιστης ενεργειακής απόδοσης κτιρίου» σημαίνει το διάταγμα που εκδίδει ο Υπουργός δυνάμει του άρθρου 15·
«διάταγμα μεθοδολογίας υπολογισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίου» σημαίνει το διάταγμα που εκδίδει ο Υπουργός δυνάμει του άρθρου 14·
«ενεργειακή απόδοση κτιρίου» σημαίνει την ποσότητα ενέργειας που πραγματικά καταναλώνεται ή εκτιμάται ότι ικανοποιεί τις διάφορες ανάγκες που συνδέονται με τη συνήθη χρήση του κτιρίου, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη θέρμανση, το ζέσταμα νερού χρήσης, τη ψύξη, τον εξαερισμό και το φωτισμό και η οποία εκφράζεται με έναν ή περισσότερους αριθμητικούς δείκτες, οι οποίοι έχουν υπολογιστεί λαμβάνοντας υπόψη τη θερμική μόνωση, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, το σχεδιασμό και τη θέση του κτιρίου σε σχέση με κλιματολογικούς παράγοντες, την έκθεση του κτιρίου στον ήλιο και την επίδραση γειτονικών κατασκευών, την παραγωγή ενέργειας από το ίδιο το κτίριο καθώς και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την ενεργειακή ζήτηση, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι κλιματικές συνθήκες στο εσωτερικό του κτιρίου·
«κανονισμοί» σημαίνει κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 19·
«κτίριο» σημαίνει κάθε οικοδομή που είναι στεγασμένη κατασκευή με τοίχους για την οποία χρησιμοποιείται ενέργεια για ικανοποίηση των διαφόρων αναγκών που συνδέονται με τη συνήθη χρήση του κτιρίου, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, τη θέρμανση, το ζέσταμα νερού χρήσης, την ψύξη, τον εξαερισμό και το φωτισμό και περιλαμβάνει κτίριο στο σύνολό του ή τμήματα του κτιρίου, τα οποία έχουν μελετηθεί ή έχουν τροποποιηθεί για να χρησιμοποιούνται χωριστά·
«λέβητας» σημαίνει το συνδυασμό σώματος λέβητα και μονάδας καυστήρα που είναι σχεδιασμένος για να μεταβιβάζει στο νερό τη θερμότητα που παράγεται από την καύση·
«μεθοδολογία υπολογισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίου» σημαίνει τη μεθοδολογία που καθορίζεται στο διάταγμα μεθοδολογίας ενεργειακής απόδοσης κτιρίου·
«πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης κτιρίου» σημαίνει το πιστοποιητικό που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 και περιλαμβάνει την ενεργειακή απόδοση του κτιρίου υπολογιζόμενη σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίου·
«Πολεοδομική Αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο·
«ριζική ανακαίνιση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 19 (1) (ε6) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου·
«Συμβουλευτική Επιτροπή Μεθοδολογίας Υπολογισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων και Καθορισμού Απαιτήσεων Ελάχιστης Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων» σημαίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 16(1)(α)·
«Συμβουλευτική Επιτροπή Παρακολούθησης Εφαρμογής της Οδηγίας 2002/91/ΕΚ» σημαίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 16(1)(β)·
«σύστημα κλιματισμού» σημαίνει το συνδυασμό όλων των απαιτούμενων κατασκευαστικών στοιχείων για την παροχή μιας μορφής επεξεργασίας του αέρα κατά την οποία ρυθμίζεται η θερμοκρασία ή γίνεται ρύθμιση της θερμοκρασίας σε συνδυασμό με τον έλεγχο του αερισμού, της υγρασίας και της καθαρότητας του αέρα·
«υπολογισμοί ενεργειακής απόδοσης κτιρίου» σημαίνει τους υπολογισμούς που διενεργούνται για προσδιορισμό της ενεργειακής απόδοσης κτιρίου, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού ενεργειακής απόδοσης κτιρίου·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«ωφέλιμη ονομαστική ισχύς εκφραζόμενη σε κιλοβάτ (kW) » σημαίνει τη μέγιστη θερμική ισχύ την οποία καθορίζει και εγγυάται ο κατασκευαστής του εξοπλισμού ως παρεχόμενη κατά τη συνεχή λειτουργία με ταυτόχρονη τήρηση της ωφέλιμης απόδοσης που προσδιορίζεται από τον κατασκευαστή.