Καθορισμός ενιαίου δημόσιου επιτοκίου υπερημερίας

4.(1) Το Δεκέμβριο εκάστου έτους ο Υπουργός θα καθορίζει, με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το ύψος του δημοσίου επιτοκίου υπερημερίας που θα ισχύει και εφαρμόζεται για ολόκληρο το επόμενο έτος για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:

Νοείται ότι το πρώτο διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου θα εκδοθεί και δημοσιευτεί πριν από την 15η Ιανουαρίου 2007 και θα ορίζει ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του την 1η Ιανουαρίου 2007.

(2) Για τον καθορισμό του δημοσίου επιτοκίου υπερημερίας, ο Υπουργός χρησιμοποιεί ως βάση τον κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες σταθμικό μέσο όρο του βασικού επιτοκίου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, το οποίο ίσχυε στο τέλος κάθε μήνα και προσθέτει σ’ αυτό τέτοιο ποσοστό αναπροσαρμογής, ώστε το άθροισμα που προκύπτει, λαμβανομένων υπόψη των εκάστοτε τρεχουσών οικονομικών και/ή νομισματικών συνθηκών και ιδιαίτερα της υφιστάμενης ρευστότητας της οικονομίας, της ζήτησης για δάνεια και του ύψους των δανειστικών τραπεζικών επιτοκίων, θα ήταν εύλογο και δίκαιο να εφαρμόζεται ως δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας για ολόκληρο το επόμενο έτος:

Νοείται ότι το πιο πάνω προστιθέμενο ποσοστό αναπροσαρμογής σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τις τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες.

(3) Ο Υπουργός δύναται, κατ’ εξαίρεση διαρκούντος του ιδίου έτους, να προβεί σε έκδοση νέου διατάγματος που θα ισχύει και θα εφαρμόζεται για το υπόλοιπο του ιδίου έτους μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν το πιο πρόσφατο βασικό επιτόκιο, που καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, μέσα σε ένα τρίμηνο διαφέρει περισσότερο από 25% σε σύγκριση με το σταθμικό μέσο όρο των βασικών επιτοκίων του εν λόγω τριμήνου, ή

(β) όταν άλλες σοβαρές αλλαγές στις νομισματικές ή οικονομικές συνθήκες και ιδιαίτερα η ουσιώδης μεταβολή της υφιστάμενης ρευστότητας της οικονομίας, η αυξημένη ζήτηση για δάνεια και η μεγάλη και απότομη μεταβολή του ύψους των δανειστικών τραπεζικών επιτοκίων, καθιστούν τούτο αναγκαίο.