13.-(1) Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (12), σε περίπτωση που πρόσωπο, λόγω της απόκτησης από το ίδιο ή από πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, έχει στην κατοχή του τίτλους εταιρείας, οι οποίοι, προστιθέμενοι στους τυχόν ήδη υπάρχοντες τίτλους που κατέχει και στους τίτλους που κατέχουν πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση με αυτό, του παρέχουν άμεσα ή έμμεσα ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατόν (30%) των υφιστάμενων κατά την ημέρα της κτήσεως δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω εταιρεία, το πρόσωπο αυτό υποχρεούται να υποβάλει δημόσια πρόταση, η οποία πρέπει να απευθύνεται αμέσως προς όλους τους κατόχους των τίτλων αυτών, για όλους τους τίτλους που κατέχουν, σε δίκαιη αντιπαροχή κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 18.
(2) Απαγορεύεται η απόκτηση ποσοστού η οποία ενεργοποιεί την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης κατά το εδάφιο (1), στις περιπτώσεις όπου η διενέργεια δημόσιας πρότασης εξαρτάται από οποιαδήποτε έγκριση της γενικής συνέλευσης των μετόχων του προτείνοντος ή την πλήρωση οποιασδήποτε αίρεσης, πλην της προϋπόθεσης του εδαφίου (1) του άρθρου 10∙ σε περίπτωση παράβασης του παρόντος εδαφίου εφαρμόζεται η παράγραφος (β) του εδαφίου (2) του άρθρου του άρθρου 10.
(3) (α) Η υποχρέωση διατύπωσης δημόσιας πρότασης δυνάμει του εδαφίου (1) θα ισχύει όταν, μετά την απόκτηση, ο αποκτών κατέχει ποσοστό τουλάχιστον τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας.
(β) Οι ακόλουθες περιπτώσεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο των περιπτώσεων όπου υφίσταται η υποχρέωση διενέργειας δημόσιας πρότασης κατά την παράγραφο (α) :
(i) ο αποκτών, ο οποίος δεν κατέχει καθόλου τίτλους ή κατέχει τίτλους που αντιπροσωπεύουν λιγότερο του τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας, με την απόκτηση φτάνει ή υπερβαίνει το τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας, ή
(ii) ο αποκτών ήδη κατέχει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατόν (30%) και κάτω από πενήντα τοις εκατόν (50%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας και προτίθεται να αυξήσει το ποσοστό του.
(4) Προς υπολογισμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (3) ποσοστών, στα δικαιώματα ψήφου που κατέχονται από τον αποκτώντα προσμετρούνται τα ακόλουθα:
(α) δικαιώματα ψήφου κατεχόμενα από άλλα πρόσωπα στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό του αποκτώντος·
(β) δικαιώματα ψήφου κατεχόμενα από ελεγχόμενη επιχείρηση του αποκτώντος·
(γ) δικαιώματα ψήφου κατεχόμενα από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί σε συνεννόηση με τον αποκτώντα·
(δ) δικαιώματα ψήφου συναπτόμενα σε τίτλους κατεχόμενους από τον αποκτώντα, οι οποίοι έχουν ενεχυριαστεί.
(5) Προς υπολογισμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (3) ποσοστών, στα δικαιώματα ψήφου που κατέχονται από τον αποκτώντα ή από τα λοιπά πρόσωπα που ορίζονται στο εδάφιο (4) λογίζονται ότι περιλαμβάνονται τα δικαιώματα ψήφου που παρέχονται από τους ακόλουθους τίτλους:
(α) τίτλους του αποκτώντος ή των εν λόγω προσώπων, επί των οποίων έχουν τέτοια δικαιώματα που τους δίνουν ουσιαστικά το δικαίωμα άσκησης των ψήφων που παρέχονται από τους τίτλους αυτούς.
(β) τίτλους τους οποίους ο αποκτών ή τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν, εξ ιδίας και μόνο πρωτοβουλίας, δυνάμει ρητής συμφωνίας.
(γ) τίτλους κατατεθειμένους στον αποκτώντα ή στα εν λόγω πρόσωπα, εφόσον δικαιούνται να ασκήσουν κατ’ απόλυτη διακριτική ευχέρεια το δικαίωμα ψήφου που παρέχουν οι τίτλοι αυτοί, ελλείψει ειδικών οδηγιών των κατόχων τους.
(6) Δικαιώματα ψήφου, των οποίων η άσκηση έχει κατά νόμο ανασταλεί δε λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (3) ποσοστών.
(7) Σε περίπτωση που η απόκτηση μετοχών σε μητρική εταιρεία έχει ως αποτέλεσμα ο αποκτών να ελέγχει τα δικαιώματα ψήφου της δημόσιας εισηγμένης θυγατρικής εταιρείας στα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) ποσοστά, ο αποκτών διενεργεί υποχρεωτική δημόσια πρόταση στη θυγατρική εταιρεία μόνο αν ο κύριος σκοπός της απόκτησης των μετοχών στη μητρική εταιρεία ήταν ο έλεγχος της θυγατρικής εταιρείας ή αν οι μετοχές στη θυγατρική εταιρεία αποτελούν σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων της μητρικής εταιρείας.
(8) Η έκδοση και παραχώρηση νέων μετοχών εταιρείας σε πρόσωπο όχι κατ’ αναλογία προς τις μετοχές που ήδη κατέχει στην εταιρεία, και που έχει ως αποτέλεσμα την κατοχή ποσοστού ίσου ή μεγαλύτερου του τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας, θεωρείται απόκτηση που συνεπάγεται υποχρεωτική δημόσια πρόταση, εκτός αν η Επιτροπή χορηγήσει εξαίρεση κατά την παράγραφο (3) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.
(9) Η εξάσκηση από πρόσωπο δικαιωμάτων αγοράς μετοχών προαίρεσης και τίτλων μετατρέψιμων σε μετοχές, ανεξάρτητα από το αν τα εν λόγω δικαιώματα του προσφέρθηκαν κατ’ αναλογίαν με τους άλλους μετόχους και είτε οι άλλοι μέτοχοι τα εξήσκησαν είτε όχι, και που έχει ως αποτέλεσμα την κατοχή ποσοστού ίσου ή μεγαλύτερου του τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας θεωρείται απόκτηση που συνεπάγεται υποχρεωτική δημόσια πρόταση εκτός αν η Επιτροπή χορηγήσει εξαίρεση κατά την παράγραφο (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.
(10) Η αύξηση ποσοστού που κατέχει μέτοχος στο μετοχικό κεφαλαίο εταιρείας ως αποτέλεσμα επαναγοράς ιδίων μετοχών που έχει ως αποτέλεσμα την κατοχή ποσοστού ίσου ή μεγαλύτερου του τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας, θεωρείται απόκτηση που συνεπάγεται υποχρεωτική δημόσια πρόταση, εκτός αν η Επιτροπή χορηγήσει εξαίρεση κατά την παράγραφο (ιβ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.
(11) Όταν αποκτώνται τίτλοι σε ποσοστό που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13, ίσου με τα ποσοστά προσώπων που ενεργούν σε συνεννόηση, την υποχρέωση διενέργειας δημόσιας πρότασης έχει ο τελευταίος αποκτών, βάσει των ενεργειών του οποίου τα πρόσωπα αυτά υπερέβησαν τα ποσοστά απόκτησης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13, εκτός αν τα πρόσωπα αυτά ομόφωνα αποφασίσουν διαφορετικά.
(12) Δεν υπάρχει υποχρέωση διενέργειας υποχρεωτικής δημόσιας πρότασης όταν ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του τριάντα τοις εκατόν (30%) των δικαιωμάτων ψήφου μιας εταιρείας αποκτήθηκε με εκούσια δημόσια πρόταση που υποβλήθηκε σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο προς όλους τους κατόχους τίτλων και για το σύνολο των τίτλων τους.