Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«άμεση χρέωση» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός πληρωμών του πληρωτή για πράξη πληρωμής την οποία κινεί ο δικαιούχος βάσει της εξουσιοδότησης του πληρωτή, η οποία εξουσιοδότηση διαβιβάζεται στο δικαιούχο, τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του δικαιούχου ή τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών του ίδιου του πληρωτή·

«αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών εξ ονόματος ενός ιδρύματος πληρωμών·

«αποκλειστικό μέσο ταυτοποίησης» σημαίνει συνδυασμό γραμμάτων, αριθμών ή συμβόλων που ορίζει για το χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών και τον οποίο πρέπει να διαβιβάσει ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών για τη βέβαιη ταυτοποίηση του άλλου χρήστη υπηρεσιών πληρωμών ή/και του λογαριασμού πληρωμών του άλλου χρήστη για μια πράξη πληρωμής·

«δικαιούχος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο είναι ο σκοπούμενος αποδέκτης των χρηματικών ποσών που αποτελούν αντικείμενο μιας πράξης πληρωμής·

«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει εξασφαλίσει άδεια δυνάμει του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου·

«εντολή πληρωμής» σημαίνει κάθε οδηγία του πληρωτή ή του δικαιούχου προς τον οικείο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών με την οποία του ζητείται να εκτελέσει μια πράξη πληρωμής·

«εξακρίβωση γνησιότητας» σημαίνει διαδικασία η οποία επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών να επαληθεύει τη χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των εξατομικευμένων στοιχείων ασφαλείας του μέσου πληρωμών·

«επιτόκιο αναφοράς» σημαίνει επιτόκιο που -

(α) χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό του επιτοκίου που θα χρησιμοποιηθεί, και

(β) προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό δυνάμενη να ελεγχθεί από αμφότερα τα μέρη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών·

«εργάσιμη ημέρα» σημαίνει κάθε ημέρα κατά την οποία λειτουργεί για σκοπούς εκτέλεσης πράξεων πληρωμής ο κατά περίπτωση πάροχος υπηρεσιών πληρωμών του πληρωτή ή του δικαιούχου·

«ημερομηνία αξίας» σημαίνει το χρονικό σημείο αναφοράς που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών για τον υπολογισμό των τόκων επί των χρηματικών ποσών με τα οποία χρεώνεται ή πιστώνεται ένας λογαριασμός πληρωμών·

«θυγατρική εταιρεία» σημαίνει -

(α) θυγατρική εταιρεία κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου, ή

(β) θυγατρική εταιρεία άλλης εταιρείας καθότι η τελευταία ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην πρώτη∙

«ίδρυμα πληρωμών» σημαίνει πρόσωπο το οποίο παρέχει υπηρεσίες πληρωμών δυνάμει του Μέρους III· για σκοπούς του κεφαλαίου Δ του Μέρους III, «ίδρυμα πληρωμών» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο έχει λάβει και διατηρεί άδεια λειτουργίας από την Κεντρική Τράπεζα ή από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους για να παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 924/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τις διασυνοριακές πληρωμές στην κοινότητα και στην κατάργηση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2560/2001», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«καταναλωτής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πληρωμών που καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο, ενεργεί για σκοπούς άσχετους με την εμπορική ή επαγγελματική του δραστηριότητα·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο·

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή, εάν σύμφωνα με τη νομοθεσία βάσει της οποίας ιδρύθηκε, ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος, διαφορετικό από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο ένας πάροχος υπηρεσιών πληρωμών έχει αντιπρόσωπο ή υποκατάστημα, ή παρέχει υπηρεσίες πληρωμών·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙

«λογαριασμός πληρωμών» σημαίνει λογαριασμό ο οποίος τηρείται στο όνομα ενός ή περισσοτέρων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών και χρησιμοποιείται για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής·

«μέσο ανθεκτικό στο χρόνο» σημαίνει κάθε μέσο που επιτρέπει στο χρήστη υπηρεσιών πληρωμών να αποθηκεύει τις πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν ώστε στη συνέχεια να είναι δυνατή, αφενός, η πρόσβαση στις πληροφορίες για χρονικό διάστημα ανταποκρινόμενο στο σκοπό τους και, αφετέρου, η ακριβής αναπαραγωγή τους·

«μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως» σημαίνει κάθε μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών πληρωμών, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία του παρόχου και του χρήστη των υπηρεσιών πληρωμών·

«μέσο πληρωμών» σημαίνει κάθε εξατομικευμένο μηχανισμό ή/και σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τα οποία χρησιμοποιεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να κινήσει εντολή πληρωμής·

ο όρος «μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου∙

«οδηγία», αναφορικά με οδηγία που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος Νόμου, σημαίνει οδηγία που συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙

«Οδηγία 2007/64/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ», όπως έχει έκτοτε διορθωθεί και όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«όμιλος» σημαίνει όμιλο επιχειρήσεων που αποτελείται από-

(α) μια μητρική επιχείρηση,

(β) τις θυγατρικές της,

(γ) τις οντότητες στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν οποιαδήποτε συμμετοχή,

(δ)(i) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), έχουν τεθεί με τη μητρική επιχείρηση υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης που έχει συναφθεί με τη μητρική επιχείρηση ή σύμφωνα με τους όρους των καταστατικών τους, ή

(ii) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ), τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειονότητα από τα ίδια τα πρόσωπα, τα οποία ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της χρήσης και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4·

«πληρωτής» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει μεταφορά από αυτόν το λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δίνει εντολή πληρωμής·

«πολύ μικρή επιχείρηση» σημαίνει επιχείρηση η οποία, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης παροχής υπηρεσίας πληρωμών, είναι επιχείρηση κατά την έννοια του Άρθρου 1 και του Άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 3, του παραρτήματος της Σύστασης 2003/361/ΕΚ·

«πράξη πληρωμής» σημαίνει, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υποκείμενη υποχρέωση μεταξύ πληρωτή και δικαιούχου, ενέργεια στην οποία προβαίνει ο πληρωτής ή ο δικαιούχος και η οποία συνίσταται στην καταβολή, μεταφορά ή ανάληψη χρηματικών ποσών·

«σύμβαση-πλαίσιο» σημαίνει σύμβαση παροχής υπηρεσιών πληρωμών η οποία διέπει τη μελλοντική εκτέλεση ατομικών και διαδοχικών πράξεων πληρωμής και η οποία μπορεί να περιέχει την υποχρέωση και τους όρους ανοίγματος και λειτουργίας λογαριασμού πληρωμών·

«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαρτίου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς» σημαίνει τη συναλλαγματική ισοτιμία που -

(α) χρησιμεύει ως βάση υπολογισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένη μετατροπή νομίσματος, και

(β) καθίσταται διαθέσιμη από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών ή προέρχεται από πηγή διαθέσιμη στο κοινό·

ο όρος «συνεταιρισμός» έχει την έννοια που του αποδίδει ο περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμος·

«Σύσταση 2003/361/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Σύσταση της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων», όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«σύστημα πληρωμών» σημαίνει σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από τυποποιημένες διαδικασίες για την επεξεργασία, την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό πράξεων πληρωμής·

«υπηρεσία εμβασμάτων» σημαίνει υπηρεσία πληρωμών κατά την οποία λαμβάνεται χρηματικό ποσό από πληρωτή, χωρίς να δημιουργείται λογαριασμός πληρωμών στο όνομα του πληρωτή ή του δικαιούχου, με μοναδικό σκοπό τη μεταφορά αντίστοιχου ποσού σε δικαιούχο ή σε άλλο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών που ενεργεί για λογαριασμό του δικαιούχου, ή/και κατά την οποία αυτό το χρηματικό ποσό λαμβάνεται για λογαριασμό του δικαιούχου και τίθεται στη διάθεσή του·

«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή «ΥΕΑΣΕ» σημαίνει -

(α) την Επιτροπή της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σε ό,τι αφορά αρμοδιότητες έκδοσης οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου, και

(β) τον Έφορο της εν λόγω Υπηρεσίας σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«υπηρεσίες πληρωμών» σημαίνει μία ή περισσότερες από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα·

«υποκατάστημα» σημαίνει τόπο διεξαγωγής επιχειρηματικής δραστηριότητας, πλην των κεντρικών γραφείων, ο οποίος αποτελεί τμήμα ιδρύματος πληρωμών, στερείται νομικής προσωπικότητας και στον οποίο διενεργούνται απευθείας, εν όλω ή εν μέρει, οι πράξεις που συνιστούν την επιχειρηματική δραστηριότητα ενός ιδρύματος πληρωμών· όλοι οι τόποι από τους οποίους ένα ίδρυμα πληρωμών διεξάγει επιχειρηματικές δραστηριότητες, σε ένα κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·

«χρηματικό ποσό» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Τραπεζογραμμάτια,

(β) κέρματα,

(γ) λογιστικό χρήμα,

(δ) ηλεκτρονικό χρήμα κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί των Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου·

«χρήστης υπηρεσιών πληρωμών» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί μια υπηρεσία πληρωμών ως πληρωτής ή δικαιούχος ή και με τις δύο ιδιότητες.