Προοίμιο

Επειδή η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό ανθρώπινο δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων∙ και

Επειδή η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το Ψήφισμά της με αρ. 48/96, κατά την 85η Σύνοδο, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, ενέκρινε τους Πρότυπους Κανόνες αναφορικά με την Εξίσωση των Ευκαιριών για τα Άτομα με Αναπηρίες, οι οποίοι αναφέρουν ότι η ανάληψη δράσης για την εξίσωση των ευκαιριών για τα άτομα με αναπηρίες από τα κράτη υποδηλώνει την ανάληψη ηθικής και πολιτικής δέσμευσης εκ μέρους τους υποδεικνύοντας, ιδιαίτερα στον Πρότυπο Κανόνα 7, σημαντικές αρχές για την ευθύνη, δράση και συνεργασία των κρατών σε τομείς αποφασιστικής σημασίας για την ποιότητα ζωής και για την επίτευξη πλήρους συμμετοχής και ισότητας των ατόμων με αναπηρίες, ανάμεσα στους οποίους και ο τομέας της απασχόλησης∙ και

Επειδή η Δημοκρατία έχει υπογράψει στις 30 Μαρτίου 2007 τη Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες∙ και

Επειδή το άρθρο 27 της Σύμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες καθορίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη προστατεύουν και διασφαλίζουν την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα, μεταξύ άλλων και μέσω νομοθεσίας, ώστε να προάγουν τις ευκαιρίες απασχόλησης και εξέλιξης στη σταδιοδρομία των ατόμων με αναπηρίες στην αγορά εργασίας, καθώς και μέσω της εργοδότησης των ατόμων με αναπηρίες στο δημόσιο τομέα∙ και

Επειδή η Σύμβαση αρ. 159 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την Επαγγελματική Αποκατάσταση και Απασχόληση Αναπήρων Προσώπων, όπως έχει επικυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία με τον περί της Συμβάσεως της Επαγγελματικής Αποκαταστάσεως και Απασχολήσεως Αναπήρων (Κυρωτικό) Νόμο του 1987, επιβάλλει τη λήψη ειδικών μέτρων για την επαγγελματική αποκατάσταση των ατόμων με αναπηρίες και ορίζει ότι ειδικά θετικά μέτρα, αποβλέποντα σε αποτελεσματική ισότητα ευκαιριών και μεταχείρισης μεταξύ των αναπήρων εργαζομένων και των άλλων εργαζομένων δεν πρέπει να θεωρούνται ότι δημιουργούν διάκριση έναντι άλλων εργαζομένων∙ και

Επειδή ο Κοινοτικός χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων του 1989, αναγνωρίζει τη σημασία της καταπολέμησης κάθε είδους διακρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την κοινωνική και οικονομική ένταξη μεταξύ άλλων των ατόμων με αναπηρίες∙ και

Επειδή το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Σύστασή του, 86/379/ΕΟΚ της 24ης Ιουλίου 1986, για την απασχόληση των ατόμων με αναπηρίες στην Κοινότητα θέσπισε πλαίσιο προσανατολισμού που απαριθμεί παραδείγματα θετικών δράσεων για την προώθηση της πρόσληψης και της εκπαίδευσης ατόμων με αναπηρίες, στο δε Ψήφισμά του, της 17ης Ιουνίου 1999, σχετικά με την ισότητα των ευκαιριών για τα άτομα με αναπηρίες, επιβεβαίωσε ότι προέχει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή ιδίως στην πρόσληψη, στην παραμονή στη θέση εργασίας και στη δια βίου εκπαίδευση και μαθητεία των ατόμων με αναπηρίες∙ και

Επειδή οι κατευθυντήριες γραμμές του 2000 για την απασχόληση, οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 1999, τονίζουν ότι πρέπει να προωθηθεί η δημιουργία προϋποθέσεων για μια αγορά εργασίας που θα ευνοεί την κοινωνική ένταξη, με τη διαμόρφωση πολιτικών που θα στοχεύουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος ομάδων, όπως είναι τα άτομα με αναπηρίες∙ και

Επειδή η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη∙ και

Επειδή η Οδηγία 2000/78/ΕΚ της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία καθορίζει ότι η απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης δεν πρέπει να θίγει τη θέσπιση μέτρων που αποσκοπούν στην πρόληψη ή αντιστάθμιση της μειονεκτικής θέσης στην οποία περιέρχονται τα άτομα με αναπηρίες και ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να εισάγουν διατάξεις προστασίας της υγείας και της ασφαλείας στο χώρο εργασίας, ούτε μέτρα που στοχεύουν στη δημιουργία ή τη διατήρηση προϋποθέσεων ή διευκολύνσεων με σκοπό τη διαφύλαξη ή την ενθάρρυνση της ένταξής τους στον κόσμο της εργασίας∙ και

Επειδή οι περί Ατόμων με Αναπηρίες Νόμοι του 2000 μέχρι 2007, όπως αυτοί έχουν εναρμονιστεί με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ επιτρέπουν την ανάληψη θετικών δράσεων και καθορίζουν ότι, η αρχή της ίσης μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 3 των εν λόγω Νόμων, δεν εμποδίζει, οποιαδήποτε ευνοϊκότερη μεταχείριση στην απασχόληση, η οποία παρόλο που έμμεσα φαίνεται ως διάκριση, αποσκοπεί στην πρόληψη ή στην αντιστάθμιση μειονεκτημάτων για λόγους αναπηρίας∙ και

Επειδή η ανάληψη θετικών δράσεων για την πρόσληψη ατόμων με αναπηρίες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κρίνεται απαραίτητη, για την αποτελεσματική ένταξη των ατόμων αυτών στον κόσμο της εργασίας, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και για την ουσιαστική πραγμάτωση της αρχής της ισότητας, η οποία είναι δυνατό να μην μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά, εξαιτίας ιδιαίτερα του αντικειμενικού λόγου της αναπηρίας που περιορίζει ουσιωδώς το πεδίο βιοποριστικής δραστηριότητας των εν λόγω ατόμων∙ και

Επειδή, υπό το φως όλων των πιο πάνω, η ειδική νομοθετική ρύθμιση της πρόσληψης ατόμων με αναπηρίες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κρίνεται απαραίτητη,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: