Ερμηνεία

2. - (1) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«απαίτηση έναντι δημοσίου» σημαίνει άνοιγμα έναντι ή καλυπτόμενο από την εγγύηση της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας ή κυβέρνησης ή περιφερειακής κυβέρνησης άλλου κράτους, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ή κεντρικής τράπεζας άλλου κράτους, οντοτήτων του δημοσίου τομέα ή τοπικών αρχών της Δημοκρατίας ή άλλου κράτους, διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης, ως καθορίζει η αρμόδια αρχή.

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κατά τα οριζόμενα στον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο και την Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, κατά τα οριζόμενα στον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, έκαστη σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία, της κατ΄ αναλογία∙

«διαδικασία διάλυσης» σημαίνει -

(α)σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων που είναι τράπεζα -

(i)εκκαθάριση σύμφωνα με το Μέρος V του περί Εταιρειών Νόμου, περιλαμβανομένου του διορισμού προσωρινού εκκαθαριστή σύμφωνα με το άρθρο 227 του ίδιου Νόμου∙

(ii)διορισμό παραλήπτη ή διαχειριστή, κατά την έννοια του Μέρους VI του περί Εταιρειών Νόμου∙

(iii)καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα εδάφια (2), (4), (6), (9), (11) και (13) του άρθρου 34∙

(iv)υπερψήφιση διακανονισμού ή συμβιβασμού μεταξύ της τράπεζας και των πιστωτών της ή οποιασδήποτε τάξης των πιστωτών της, σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 198 του περί Εταιρειών Νόμου, εξαιρουμένης της λήψης μέτρων εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 33 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου∙ ή

(v)άλλη διαδικασία σχετική με την ανικανότητα της τράπεζας να πληρώσει τα χρέη της ή διαδικασία σχετική με διάλυση ή ενδεχόμενη διάλυση της τράπεζας ∙

(β)σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων που είναι συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα 44 έως 49 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου∙

(γ)σε περίπτωση που το ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων είναι ο Οργανισμός Χρηματοδότησης Στέγης που έχει συσταθεί δυνάμει του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου -

(i)διάλυση δυνάμει νόμου που ψηφίζεται για το σκοπό αυτό∙

(ii)ανικανότητα πληρωμής χρεών κατ’ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, των άρθρων 209, 210 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου∙ ή

(iii)οποιοδήποτε περιστατικό που, αν συνέβαινε σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων που είναι τράπεζα, θα συνιστούσε διαδικασία διάλυσης ∙

«διάσπαση» σημαίνει τις εταιρικές αναδιοργανώσεις που ορίζονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 201Α του περί Εταιρειών Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των εταιρικών αναδιοργανώσεων που θα ενέπιπταν στη διάταξη αυτή, εάν η εξαφανιζόμενη εταιρεία ήταν δημόσια εταιρεία, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ιδίου Νόμου∙

«διασυνοριακή συγχώνευση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο ‘διασυνοριακή συγχώνευση κεφαλαιουχικών εταιρειών’ στο άρθρο 201Θ του περί Εταιρειών Νόμου ∙

«διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων» σημαίνει πρόσωπο, που διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους IX∙

«εγκεκριμένο ίδρυμα» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο εγκεκριμένων ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους II∙

«εμπορικό δάνειο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής χρηματοπιστωτική διευκόλυνση, ως καθορίζει η αρμόδια αρχή, η οποία εξασφαλίζεται επί ακίνητης περιουσίας που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για εμπορικούς σκοπούς∙

«εξασφάλιση σύμβασης αντιστάθμισης κινδύνου» σημαίνει στοιχείο ενεργητικού, το οποίο παρέχεται ως εξασφάλιση σε ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων από ή εκ μέρους οποιουδήποτε αντισυμβαλλόμενου μέρους σε σύμβαση αντιστάθμισης κινδύνου, νοουμένου ότι οι όροι της παροχής εξασφάλισης προνοούν για -

(α)μεταβίβαση του στοιχείου ενεργητικού στο ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων∙ ή

(β)(i)παροχή του στοιχείου ενεργητικού ως εγγύησης∙ και

(ii)δικαίωμα του ιδρύματος με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων να χρησιμοποιήσει το στοιχείο ενεργητικού ωσάν να του είχε μεταβιβαστεί∙

«επιβάρυνση ή βεβαρημένο» σημαίνει υποθήκη, κυμαινόμενη επιβάρυνση, πάγια επιβάρυνση, ενέχυρο, δικαίωμα επίσχεσης, εκχώρηση ή/και οποιαδήποτε εξασφάλιση υπό οποιοδήποτε δίκαιο∙

«επόπτης καλυμμένων αξιογράφων» σημαίνει πρόσωπο που διορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIII του παρόντος Νόμου∙

«Έφορος ΥΕΑΣΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο∙

«ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων» σημαίνει εγκεκριμένο ίδρυμα που έχει εκδώσει καλυμμένα αξιόγραφα, τα οποία παραμένουν σε ισχύ ή πιστωτικό ίδρυμα που έχει διαγραφεί από το μητρώο εγκεκριμένων ιδρυμάτων, το οποίο, κατά το χρόνο που ήταν εγκεκριμένο ίδρυμα, είχε εκδώσει καλυμμένα αξιόγραφα, τα οποία παραμένουν σε ισχύ∙

«καθορισμένος» ή οποιαδήποτε γραμματική παραλλαγή της λέξης αυτής, σημαίνει καθορισμένος με Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ή της ΥΕΑΣΕ, ανάλογα με την περίπτωση, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙

«κάλυμμα» σημαίνει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και συμβάσεων αντιστάθμισης κινδύνου, που εξασφαλίζουν, δυνάμει του Μέρους III, καλυμμένα αξιόγραφα, τηρουμένων, των διατάξεων του άρθρου 40∙

«καλυμμένα αξιόγραφα» σημαίνει αξιόγραφα, τα οποία έχουν εκδοθεί από εγκεκριμένο ίδρυμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους ΙΙI και, τα οποία εξασφαλίζονται με κάλυμμα που τηρεί το πιστωτικό ίδρυμα∙

«καλυπτικά περιουσιακά στοιχεία» σημαίνει περιουσιακά στοιχεία που έχουν εισαχθεί και περιλαμβάνονται σε κάλυμμα που τηρεί το ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος, το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαΐου 1992,και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαΐου 1993∙

«κύριο περιουσιακό στοιχείο» σημαίνει στεγαστικό δάνειο, εμπορικό δάνειο, ναυτιλιακό δάνειο, απαίτηση έναντι δημοσίου και οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο ήθελε καθορίζει ως κύριο περιουσιακό στοιχείο η αρμόδια αρχή∙

«μητρώο καλυμμένων αξιογράφων» σημαίνει το μητρώο που τηρεί η αρμόδια αρχή σύμφωνα με το Μέρος III∙

«μητρώο εγκεκριμένων ιδρυμάτων» σημαίνει το μητρώο που τηρεί η αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 5∙

«μητρώο καλύμματος» σημαίνει το μητρώο που τηρείται από το ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων σύμφωνα με το άρθρο 23∙

«ναυτιλιακό δάνειο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής χρηματοπιστωτική διευκόλυνση, ως καθορίζει η αρμόδια αρχή, η οποία εξασφαλίζεται επί πλοίων∙

«περιουσιακό στοιχείο» σημαίνει στοιχείο ενεργητικού, το οποίο αποτελεί αποδεκτή εξασφάλιση καλυμμένων ομολόγων για τους σκοπούς της παραγράφου 68 του Παραρτήματος VI της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων∙

«πιστωτής καλύμματος» σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων σημαίνει -

(α)κάτοχο των καλυμμένων αξιογράφων που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων∙

(β)πρόσωπο άλλο από τον κάτοχο των καλυμμένων αξιογράφων, το οποίο έχει δικαιώματα σε σχέση με τα καλυμμένα αξιόγραφα δυνάμει οποιασδήποτε νομικής ή συμβατικής σχέσης με τον κάτοχο∙

(γ)πρόσωπο, με το οποίο το ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων έχει συνάψει σύμβαση αντιστάθμισης κινδύνου που συμπεριλαμβάνεται σε κάλυμμα, νοουμένου ότι τέτοιο πρόσωπο δεν έχει παραβεί τους όρους της σύμβασης αυτής∙

(δ)πρόσωπο, άλλο από το ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων, το οποίο χρηματοδοτεί την πληρωμή νόμιμων απαιτήσεων των πιστωτών καλύμματος∙

(ε)τον επόπτη καλυμμένων αξιογράφων∙

(στ)το διαχειριστή εργασιών καλυμμένων αξιογράφων∙ ή

(ζ)πρόσωπο, άλλο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (στ), το οποίο αναφέρεται ως πιστωτής καλύμματος στους όρους έκδοσης των καλυμμένων αξιογράφων∙

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει -

(α)τράπεζα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου∙

(β)συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·και

(γ)τον Οργανισμό Χρηματοδότησης Στέγης που έχει συσταθεί δυνάμει του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου·

«πρόγραμμα» σημαίνει εκδόσεις ή σειρές από εκδόσεις καλυμμένων αξιογράφων, οι οποίες διέπονται από παρόμοιους όρους ως μέρος σύμβασης ή ενός πλαισίου συμβάσεων∙

«πρόσωπο» περιλαμβάνει φυσικό πρόσωπο, εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, σύνδεσμο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, είτε είναι νομική οντότητα είτε όχι∙

«στεγαστικό δάνειο» σημαίνει οποιασδήποτε μορφής χρηματοπιστωτική διευκόλυνση, ως καθορίζει η αρμόδια αρχή, η οποία εξασφαλίζεται επί ακίνητης περιουσίας που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για οικιστικούς σκοπούς∙

«σύμβαση αντιστάθμισης κινδύνου» σημαίνει σύμβαση που συνομολογείται με σκοπό να μειώσει ή να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο οικονομικής απώλειας ή το χρηματοοικονομικό άνοιγμα που δύναται να προκύψει από -

(α)διακυμάνσεις επιτοκίων∙

(β)διακυμάνσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών∙

(γ)πιστωτικούς κινδύνους∙ ή

(δ)άλλους παράγοντες κινδύνου∙

«συγχώνευση δι’ απορρόφησης» σημαίνει -

(α)σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων που είναι εταιρεία συνεστημένη σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, τις εταιρικές αναδιοργανώσεις που ορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 201Α του περί Εταιρειών Νόμου, περιλαμβανομένων των εταιρικών αναδιοργανώσεων που θα ενέπιπταν στη διάταξη αυτή αν όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες ήταν δημόσιες εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 2 του ίδιου Νόμου ∙

(β)σε σχέση με ίδρυμα με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων που είναι συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, την αναδιοργάνωση σύμφωνα με το Μέρος Χ του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου∙

«συγχώνευση δια σύστασης νέας εταιρείας» σημαίνει τις εταιρικές αναδιοργανώσεις που ορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 201Α του περί Εταιρειών Νόμου, περιλαμβανομένων των εταιρικών αναδιοργανώσεων που θα ενέπιπταν στη διάταξη αυτή αν όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες ήταν δημόσιες εταιρείες κατά την έννοια του άρθρου 2 του ίδιου Νόμου∙

«συμπληρωματικά περιουσιακά στοιχεία» σημαίνει περιουσιακά στοιχεία, άλλα από τα κύρια περιουσιακά στοιχεία, όπως καθορίζει η αρμόδια αρχή∙

«υπεύθυνο πρόσωπο» σημαίνει εκκαθαριστή, παραλήπτη, διαχειριστή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού και τις υποχρεώσεις ιδρύματος με υποχρεώσεις καλυμμένων αξιογράφων που υπόκειται στη διαδικασία διάλυσης∙

«Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» ή «ΥΕΑΣΕ», κατά ταυτόσημη έννοια, σημαίνει -

(α)την Επιτροπή της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών σ΄ ό,τι αφορά αρμοδιότητες έκδοσης οδηγιών δυνάμει του παρόντος Νόμου∙ και

(β)τον Έφορο της εν λόγω Υπηρεσίας σ΄ ό,τι αφορά οποιαδήποτε αρμοδιότητα δυνάμει του παρόντος Νόμου άλλη από την οριζόμενη στην παράγραφο (α).