34.-(1) Όταν οι αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να λάβουν μέτρο που προβλέπεται στο άρθρο 16, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (2) μέχρι (5) του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των δικαστικών διαδικασιών που ισχύουν στη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και πράξεων που διεξάγονται στο πλαίσιο ποινικής έρευνας.
(2) Σε περίπτωση που ο πάροχος δεν βρίσκεται εγκατεστημένος στη Δημοκρατία, οι αρμόδιες αρχές ζητούν από τις αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης να λάβουν μέτρα κατά του παρόχου της υπηρεσίας παρέχοντας κάθε κατάλληλη πληροφορία για την οικεία υπηρεσία και δηλώνοντας τις περιστάσεις της υπόθεσης και αναμένουν την απάντηση του κράτους μέλους εγκατάστασης ως προς το κατά πόσον ο πάροχος ασκεί νόμιμα τις δραστηριότητές του καθώς και για τα μέτρα που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει ή, ενδεχομένως, τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε μέτρα.
(3) Μετά τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους εγκατάστασης σύμφωνα με το εδάφιο (2), οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος εγκατάστασης την πρόθεσή τους να λάβουν μέτρα δηλώνοντας τα εξής:
(α) τους λόγους για τους οποίους κρίνουν ως ανεπαρκή τα μέτρα που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει το κράτος μέλος εγκατάστασης·
(β) τους λόγους για τους οποίους κρίνουν ότι τα μέτρα που σκοπεύει να λάβει πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16.
(4) Τα μέτρα μπορούν να ληφθούν μόνο μετά την παρέλευση προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο εδάφιο (3).
(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) μέχρι (4) του παρόντος άρθρου, σε έκτακτες περιπτώσεις οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των εδαφίων (2) μέχρι (4) και σε τέτοια περίπτωση τα μέτρα κοινοποιούνται χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος εγκατάστασης, δηλώνοντας τους λόγους για τους οποίους οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι υπάρχει έκτακτη ανάγκη.