Ερμηνεία

2. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο -

«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·

«διατραπεζική κατάθεση» σημαίνει κατάθεση που γίνεται μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και περιλαμβάνει κατάθεση που γίνεται από πιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, από υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας που εγκαταστάθηκε στη Δημοκρατία και από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου·

«Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και οποιοδήποτε δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων·

«ειδικός φόρος» σημαίνει ειδικό φόρο πιστωτικού ιδρύματος, ο οποίος επιβάλλεται επί των καταθέσεων πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 67, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

«κατάθεση», εξαιρουμένης διατραπεζικής κατάθεσης, σημαίνει ποσό χρημάτων, εκπεφρασμένο σε οποιοδήποτε νόμισμα, που καταβάλλεται ή εισπράττεται με όρους, βάσει των οποίων θα αποπληρωθεί με τόκο ή χωρίς τόκο ή υπέρ το άρτιο, είτε σε πρώτη ζήτηση ή σε τακτή προθεσμία ή υπό όρους που συμφωνούνται από ή εκ μέρους του προσώπου που καταβάλλει και του προσώπου που εισπράττει το ποσό, αλλά οι όροι αυτοί δε σχετίζονται με την πώληση ή τη διάθεση αγαθών ή περιουσιακών στοιχείων, την παροχή υπηρεσιών ή την έκδοση χρεωστικών ομολόγων ή μετοχών·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου·

«νενομισμένος τόκος» σημαίνει τόκο σύμφωνα με το ενιαίο δημόσιο επιτόκιο υπερημερίας με βάση τον περί Ενιαίου Δημόσιου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμο, ο οποίος υπολογίζεται με βάση τους συμπληρωμένους μήνες για τους οποίους καθυστερεί η καταβολή του ειδικού φόρου·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα που λειτουργεί με βάση τον περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο ή Συνεργατικό Πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο·

«Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης» σημαίνει το Ταμείο Ανακεφαλαιοποίησης το οποίο συστάθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ανεξάρτητου Ταμείου Ανακεφαλαιοποίησης Νόμουˑ

«Ταμείο Εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμοςˑ

(2) Όροι που δεν ορίζονται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, έχουν την έννοια που αποδίδει σ’ αυτούς ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος.