Δημοσιονομική Πολιτική και Αριθμητικοί και Δημοσιονομικοί Κανόνες

13.-(1) Η δημοσιονομική πολιτική του κράτους προωθεί αποτελεσματικά τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Τομέα της Δημοσιονομικής Πολιτικής.

(2) Σε περίπτωση απόκλισης από το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης των δαπανών δεν υπερβαίνει το ποσοστό που είναι χαμηλότερο του μεσοπρόθεσμου δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η υπέρβαση αντισταθμίζεται από την εισαγωγή διαρθρωτικών μέτρων στο σκέλος των εσόδων.

(3) Ο καθορισμός του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών πρέπει να διασφαλίζει την πορεία προσαρμογής προς το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο, στα χρονικά πλαίσια που καθορίζονται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/97.

(4) Σε περίπτωση επίτευξης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, η ετήσια αύξηση των δαπανών δεν υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η υπέρβαση αντισταθμίζεται από την εισαγωγή διαρθρωτικών μέτρων στο σκέλος των εσόδων.

(5)(α) Σε περίπτωση που ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν υπερβαίνει την τιμή αναφοράς τότε πρέπει να μειώνεται επαρκώς και να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, δηλαδή η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία σε μέσο ποσοστό ενός εικοστού κατ’ έτος που αποτελεί ενδεικτικό ποσοστό με βάση τις μεταβολές της προηγούμενης τριετίας που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

(β) Σε περίπτωση που η Δημοκρατία τελεί υπό τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και για διάστημα τριών ετών από τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η απαίτηση βάσει του κριτηρίου του δημόσιου χρέους θεωρείται ότι πληρούται, εάν η Δημοκρατία σημειώνει επαρκή πρόοδο όσον αφορά την επίτευξη συμμόρφωσης, όπως αξιολογείται στην γνωμοδότηση του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών σχετικά με το Πρόγραμμα Σταθερότητας.

(6) Η δημοσιονομική πολιτική βασίζεται στους ακόλουθους δημοσιονομικούς κανόνες:

(α) Η δημοσιονομική θέση της Γενικής Κυβέρνησης πρέπει να είναι ισοσκελισμένη ή πλεονασματική:

Νοείται ότι αυτό διασφαλίζεται εάν το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης αντιστοιχεί στον καθορισθέντα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, όπως ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με καθορισμό του κατώτερου ορίου για το διαρθρωτικό έλλειμμα στο 0,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς∙

(β) συμμόρφωση με τις τιμές αναφοράς για τα ανώτατα όρια του Δημοσιονομικού Ελλείμματος και του Δημόσιου χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στο 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αντίστοιχα∙

(γ) την υιοθέτηση ενός ορίζοντα πολυετούς δημοσιονομικού σχεδιασμού, που αποσκοπεί στην τήρηση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων.

(7) Η δημοσιονομική πολιτική του κράτους πρέπει να στοχεύει στην επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, που καθορίστηκε με βάση τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/97:

Νοείται ότι, η ελάχιστη ετήσια βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, σε διαρθρωτικούς όρους πρέπει να είναι τουλάχιστον μισή ποσοστιαία μονάδα του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.

(8) Η προσωρινή και οριακή απόκλιση από τους κανόνες, που καθορίζονται στο εδάφιο (6), επιτρέπεται όταν επικρατούν ειδικές περιστάσεις, όπως ο όρος αυτός ορίζεται στο άρθρο 2.

(9) Σε περίπτωση που ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος δεν έχει επιτευχθεί, τότε οποιαδήποτε έσοδα που υπερβαίνουν την αρχική πρόβλεψη από το σύνολο των εσόδων καθώς και οποιαδήποτε άλλα προσωρινής μορφής έσοδα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη μείωση του δημόσιου χρέους και όχι για τη διενέργεια πρόσθετων δαπανών.